MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Έκθεση ΙΝΕΚ – ΠΕΟ: Ανατροπή της απαξίωσης της εργασίας μόνο με επαναφορά πλήρους ΑΤΑ

Advertisement

Sponsored by exness

Παρουσίαση της Έκθεσης του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ στην παρουσία του ΓΓ του ΑΚΕΛ – «Μοναδικός τρόπος ανατροπής της διαδικασίας απαξίωσης της εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η επαναφορά της πλήρους ΑΤΑ και η επέκτασή της σε περισσότερους εργαζόμενους»

Μοναδικός τρόπος ανατροπής της διαδικασίας απαξίωσης της εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η επαναφορά της πλήρους ΑΤΑ και η επέκτασή της σε περισσότερους εργαζόμενους συμπεριλαμβανομένων των εργαζόμενων του χαμηλόμισθου τομέα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, η βελτίωση του νέου καθεστώτος κατώτατου μισθού και η ενεργοποίηση μίας διαδικασίας διαδοχικών γενικών αυξήσεων των μισθών των εργαζόμενων στον επιχειρηματικό τομέα, διαπιστώνει η ετήσια Έκθεση για την Οικονομία και την Απασχόληση 2022 του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) ΠΕΟ.

Advertisement

Μιλώντας στην παρουσίαση της Έκθεσης του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ, που έγινε στα γραφεία της ΠΕΟ, στην παρουσία του ΓΓ του ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου, η Πρόεδρος του ΔΣ του Ινστιτούτου και ΓΓ της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους είπε ότι «ο ισχυρισμός που διατυπώνεται από την εργοδοτική πλευρά ότι η ΑΤΑ θα είχε επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας είναι αυθαίρετος και χωρίς επιστημονική υποστήριξη». Πρόσθεσε πως «η εφαρμογή της πλήρους ΑΤΑ δεν πρόκειται να πλήξει τις παραγωγικές επενδύσεις αλλά την περίσσεια των κερδών που διοχετεύονται σε άλλες, μη παραγωγικές, χρήσεις».

«Η επαναφορά της πλήρους ΑΤΑ και η ενίσχυση της μαχητικότητας των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων των εργαζόμενων τάξεων είναι εμπόδια που μπορούν να τεθούν στη διαδικασία της απαξίωσης της εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη», ανέφερε και πρόσθεσε πως «η τρέχουσα απόπειρα μεγάλης απαξίωσης της εργασίας αποτελεί επεισόδιο της συγκρουσιακής πολιτικής που ακολουθούν πλέον οι κάτοχοι κεφαλαίου προκειμένου να αυξήσουν τα ήδη υψηλά κέρδη τους».

Ανέφερε επίσης ότι «έχουν αφήσει το πεδίο αρρύθμιστο σε ό,τι αφορά την υποχρεωτική εφαρμογή των συμφωνημένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας από όλους τους εργοδότες και κλάδους που καλύπτονται από συμβάσεις».

Ανέφερε ότι επιβάλλεται προς αυτή την κατεύθυνση η εισαγωγή προγραμμάτων κοινωνικής στέγης και επιδότησης ενοικίου για να αντιμετωπιστεί το υπέρμετρο κόστος της στέγασης σήμερα, όχι μόνο για τα χαμηλά αλλά και για τα μεσαία εισοδήματα, η βελτίωση των κοινωνικών επιδομάτων όπως είναι το ΕΕΕ – που είτε καν τη διάβρωση από τον πληθωρισμό από το 2014 μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει αύξηση του για να καλυφθεί – η διεύρυνση των δημόσιων και κοινοτικών δομών κοινωνικής προστασίας και φορολογική μεταρρύθμιση με τρόπο που να ελαφρύνει τους μισθωτούς λαμβάνοντας υπόψη σύνθεση οικογενειών και να προχωρήσει την φορολόγηση των υπερκερδών και του πλούτου.

Επικαλούμενη τα συμπεράσματα της έκθεσης για την παραγωγικότητα της εργασίας, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι «καταγράφεται ότι οι παράγοντες που ευθύνονται για την μακροχρόνια στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας παραμένουν ενεργοί και δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε βελτίωση της παραγωγικότητας στην Κύπρο», προσθέτοντας ότι τα τελευταία χρόνια το κεφάλαιο παραγωγικότητα έχει αφεθεί εκτός του πεδίου των συζητήσεων στην Κύπρο, τόσο από πλευράς Κυβέρνησης όσο και από πλευράς των εργοδοτών.

«Αυτό δεν είναι καθόλου άσχετο με το γεγονός ότι το κεφάλαιο έχει στηρίξει την κερδοφορία και τη συσσώρευση, τους χαμηλούς μισθούς και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και άρα δεν έχει κανένα κίνητρο να συζητεί για παραγωγικότητα», πρόσθεσε.

Επίσης, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι «πραγματοποιείται αυτήν τη στιγμή μια μεγάλη και άδικη αναδιανομή του προϊόντος σε βάρος του κόσμου της εργασίας, διότι επιβεβαιώνεται και εφέτος, από την ετήσια έκθεση του ΙΝΕΚ ότι η μεγάλη άνοδος της κερδοφορίας που επιβλήθηκε στην Κύπρο με εργαλείο τις διαρθρωτικές αλλαγές των ετών 2013-2015, παγιώθηκε, δεν απειλήθηκε από την υγειονομική κρίση, και τελικά συνεχίζει να ενισχύεται, από την άνοδο του πληθωρισμού».

Ανέφερε επίσης ότι η αύξηση των κερδών δεν πραγματοποιείται με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και πρόσθεσε ότι οι αυξήσεις της παραγωγικότητας, όταν υπάρχουν, επιτρέπουν, εάν είναι πρόσφορος ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, την παράλληλη αύξηση των κερδών και της αγοραστικής δύναμης των μισθών με επιμερισμό του οφέλους που προκύπτει.

«Αντιθέτως, όταν δεν υπάρχουν αυξήσεις (ή υπάρχουν μόνο μικρές αυξήσεις) της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως στην παρούσα συγκυρία παγκοσμίως, και στην Κύπρο, οι επιχειρήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους, στρέφονται στις μειώσεις των πραγματικών μισθών ή σε πολύ μικρές αυξήσεις που υπολείπονται των αυξήσεων της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ», πρόσθεσε.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΕΚ ΠΕΟ Παύλος Καλοσυνάτος είπε ότι στη φετινή έκθεση, στην οποία συζητείται η εξέλιξη των μισθών, διαπιστώνουμε, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία μεγάλης υποτίμησης της εργασίας μέσω του πληθωρισμού, που δεν αντισταθμίζεται από τις αυξήσεις των ονομαστικών μισθών.

«Διαπιστώνουμε επίσης μεγάλες αυξήσεις παραγωγικότητας κατά το 2021 και 2022 που έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα και δεν φαίνεται να έχουν αποδοθεί στους εργαζόμενους υπό τη μορφή αυξήσεων των μισθών», πρόσθεσε.

Ανέφερε ότι οι μειώσεις των εισοδημάτων των εργαζομένων φαίνονται σε δύο μεγέθη, στον πραγματικό μισθό και στο μερίδιο της εργασίας και πρόσθεσε πως ο μέσος πραγματικός μισθός, μειώθηκε το 2022 εξαιτίας του πληθωρισμού κατά 3%, ενώ το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα έχει κατά το 2022 μειωθεί κατά περίπου 4% του ΑΕΠ.

«Μείωση που προστίθεται στην μεγάλη μείωση της περιόδου 2013-2015», ανέφερε και πρόσθεσε πως από την άλλη μεριά το μερίδιο των κερδών παρουσιάζεται αυξημένο κατά 7,5% του ΑΕΠ συγκρινόμενο με το επίπεδο του 2011».

Σύμφωνα με τον κ. Καλοσυνάτο, η έκθεση του ΙΝΕΚ καταδεικνύει ότι οι αυξήσεις των απολαβών των εργαζομένων δεν θα είχαν επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, ούτε θα έθιγαν την ικανότητα χρηματοδότησης των παραγωγικών επενδύσεων.

«Αντιθέτως, μια τέτοια πολιτική θα είχε ευνοϊκά αποτελέσματα στη ζήτηση, θα τόνωνε την παραγωγή και την απασχόληση», κατέληξε.

Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης, ο επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕΚ Ηλίας Ιωακείμογλου αναφέρθηκε στην υφιστάμενη κρίση το τέλος της οποίας, όπως είπε, δεν διαφαίνεται.

Ανέφερε ότι είναι μια κρίση χωρίς προηγούμενο και η τέταρτη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού, η οποία είναι διαφορετική από τις προηγούμενες, καθώς «θίγει επιμέρους βαθμίδες της κοινωνίας και της οικονομίας».

Σε σχέση με την Κύπρο, ο κ. Ιωακείμογλου είπε ότι ο μέσος πραγματικός μισθός το γ΄ τρίμηνο του 2022 ήταν κατά 7% χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο του 2006 – 2012 που ήταν σταθερός, προσθέτοντας ότι αυτή η μείωση δεν βρίσκεται πολύ μακριά από το χαμηλότερο σημείο που είχε φθάσει με την πολιτική του μνημονίου, του 11%.

«Αν συνεχιστεί αυτή η υποτίμηση και το επόμενος έτος θα φθάσουμε στο χαμηλότερο σημείο που βρισκόμασταν αμέσως μετά την εφαρμογή του μνημονίου», πρόσθεσε.

Είπε ακόμη ότι «η γενική διαπίστωση που ισχύει για όλες τις χώρες είναι ότι η παραγωγικότητα της εργασίας είναι πλέον στάσιμη και δεν υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που να μας ενθαρρύνει ότι αυτό θα αλλάξει» και πρόσθεσε ότι η ανάκαμψη της παραγωγικότητας που διαφάνηκε στην Κύπρο στο τέλος του 2022 ήταν «επίπλαστη και σχετίζεται με την κρίση της Covid-19» η οποία είχε βυθίσει την παραγωγικότητα.

Συμπεράσματα έκθεσης ΙΝΕΚ

Σύμφωνα με την έκθεση, στο τέλος του 2022 επιβεβαιώνεται ότι μια νέα μεγάλη υποτίμηση της εργασίας βρίσκεται σε εξέλιξη στις περισσότερες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού με μοχλό τον πληθωρισμό.

Αναφέρεται ότι «στην περίπτωση της Κύπρου (όπως και της Ελλάδας), η υποτίμηση αυτή προστίθεται στην υποτίμηση της εργασίας των ετών 2013-2014, είναι δε εξαιρετικά ορατή στα στατιστικά στοιχεία των πραγματικών μισθών, του μοναδιαίου κόστους εργασίας, των κερδών και της διανομής του προϊόντος».

Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφέρεται ότι «έχει πλέον παγιωθεί, σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, πτωτική πορεία της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, η συνέχιση της οποίας κατά το 2023, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών μεγαλύτερη από την υποτίμηση της εργασίας κατά το 2013-2014».

Μια τέτοια εξέλιξη, προστίθεται, «δεν έχει ολοκληρωθεί, και η ολική επαναφορά της αγοραστικής δύναμης των μισθών στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν αρχίσει η άνοδος του πληθωρισμού, αποτελεί επίδικο αντικείμενο των πολιτικών και συνδικαλιστικών παρεμβάσεων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης».

Όπως διαπιστώνει η έκθεση, «ο ισχυρισμός που διατυπώνεται από την εργοδοτική πλευρά ότι η ΑΤΑ θα είχε επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας είναι αυθαίρετος και χωρίς οικονομετρική υποστήριξη» και «δεν παρατηρείται στατιστική συσχέτιση μεταξύ του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και των τιμών των εξαγωγών ή του ΑΕΠ».

«Οι τιμές των κυπριακών εξαγωγών (επομένως και η ανταγωνιστικότητα) δεν μεταβλήθηκαν όταν υπήρξε θεαματική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με την εφαρμογή του μνημονιακού προγράμματος, αλλά και στη σημερινή συγκυρία, μετά το 2020, οι τιμές εξαγωγών παρουσιάζουν εντυπωσιακή αύξηση ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει μειωθεί κατά την ίδια περίοδο», προστίθεται.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, η απαξίωση της εργασίας που προκλήθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των τιμών πιθανότατα θα σταματήσει όταν θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του αποπληθωρισμού.

Αναφέρεται, ωστόσο, ότι ενδέχεται η ύφεση ή επιβράδυνση της οικονομίας να έχει εν τω μεταξύ αυξήσει το ποσοστό ανεργίας, και να μειώνει τη διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών και την ικανότητά τους να υπερασπίζονται την αγοραστική δύναμη των μισθών και «εάν επαληθευθεί ότι αυτές θα είναι οι συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά την επόμενη περίοδο, δεν θα είναι καθόλου ευνοϊκές για την αμοιβή της μισθωτής εργασίας».

Αναφέρει επίσης ότι εάν επαληθευθούν η Κριστίν Λαγκάρντ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός δεν θα επιστρέψει στα πολύ χαμηλά επίπεδα της προηγούμενης περιόδου ούτε μετά την επιβράδυνση ή ύφεση της οικονομίας κατά το 2023, οπότε «θα βρεθούμε σε μια συγκυρία πληθωρισμού της τάξης του 3% που μπορεί να επιφέρει μικρές επιπλέον μειώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθών».

«Υπό αυτές τις συνθήκες, η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή αποκτά πολύ μεγάλη σημασία, όχι μόνο για την σημερινή συγκυρία αλλά και για το μέλλον, το οποίο κατά τα φαινόμενα μπορεί να φέρει περισσότερα επεισόδια πληθωρισμού, τόσο εξαιτίας της γεωπολιτικής αστάθειας που έχει δημιουργηθεί όσο και εξαιτίας της μετατροπής της απαξίωσης της εργασίας σε μοναδικό μοχλό αύξησης της κερδοφορίας», προστίθεται.

Στην τρέχουσα συγκυρία, σύμφωνα με την έκθεση, «η επαναφορά της πλήρους ΑΤΑ και η ενίσχυση της μαχητικότητας των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων των εργαζόμενων τάξεων είναι τα μοναδικά εμπόδια που μπορούν να τεθούν στην διαδικασία της απαξίωσης της εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη».

Σε σχέση με την κερδοφορία των επιχειρήσεων, η έκθεση αναφέρει ότι «με βάση τους δείκτες που περιγράφουν τις μεταβολές της κερδοφορίας, καταδεικνύεται με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η μεγάλη άνοδος της κερδοφορίας που επιβλήθηκε στην Κύπρο με εργαλείο τις διαρθρωτικές αλλαγές των ετών 2013-2015, παγιώθηκε, δεν απειλήθηκε από την υγειονομική κρίση, και τελικά ενισχύθηκε περαιτέρω, και συνεχίζει να ενισχύεται, από την άνοδο του πληθωρισμού και τις αυξήσεις των ονομαστικών μισθών που υπολείπονται των αντίστοιχων αυξήσεων των τιμών».

Αναφέρεται ότι τα μεν εισοδήματα του κεφαλαίου (κέρδη, τόκοι, πρόσοδοι) αυξήθηκαν κατά περίπου 7,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του μέσου όρου των ετών 2006-2011, εκ των οποίων περίπου 4 μονάδες προέρχονται από την αναδιανομή εισοδήματος του 2013-2014, και 3,5 μονάδες από την αναδιανομή του 2022 και προστίθεται πως «οι ίδιες μεταβολές, κατά την ίδια περίοδο, όμως με αρνητικό πρόσημο, παρατηρήθηκαν στο μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ».

Πρόσκαιρη άνοδος της παραγωγικότητας

Σύμφωνα με την έκθεση, η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας για τα έντεκα έτη 2008-2019 ανήλθε αθροιστικά σε περίπου 5% (ή 0,4% ετησίως), ενώ σήμερα παρατηρείται επαναφορά του δείκτη της παραγωγικότητας της εργασίας στην κατάσταση της μακροχρόνιας στασιμότητας που επικρατούσε πριν την υγειονομική κρίση.

Αναφέρεται επίσης ότι κατά την επαναφορά της παραγωγής στα προ της κρίσης επίπεδα, οι αυξήσεις του αριθμού των απασχολουμένων ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες αυξήσεις του όγκου παραγωγής διότι οι εργαζόμενοι δεν είχαν απολυθεί για να επαναπροσληφθούν και «αποδεικνύεται ότι η μακροχρόνια στασιμότητα της παραγωγικότητας της εργασίας εμμένει, και παραμένει πολύ αμφίβολο εάν στο άμεσο ή κάπως πιο μακρινό μέλλον θα υπάρξει σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας».

«Η τρέχουσα απόπειρα μεγάλης απαξίωσης της εργασίας αποτελεί επεισόδιο αυτής της συγκρουσιακής πολιτικής που ακολουθούν πλέον οι κάτοχοι κεφαλαίου προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους”, προστίθεται.

Αναφορικά με την κατάσταση στην αγορά εργασίας, η έκθεση του ΙΝΕΚ – ΠΕΟ αναφέρει ότι «η υποαπασχόληση βρίσκεται σε ανοδική πορεία και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι είναι φαινόμενο που έχει παγιωθεί και επεκτείνεται σύροντας έναν αυξανόμενο αριθμό μισθωτών σε συνθήκες μερικής απασχόλησης ανεπιθύμητης από τους ίδιους τους εργαζόμενους αλλά επιθυμητής από πολλούς εργοδότες» και προσθέτει πως «έχει αποκτήσει διαρθρωτικό χαρακτήρα και η μακροχρόνια ανεργία, η οποία παρουσίασε μεν υποχώρηση, χωρίς όμως να επανέλθει στο χαμηλό επίπεδο των ετών 2008-2010».

Πηγή: ΚΥΠΕ

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network