MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Αφιέρωμα στον Γεώργιο Καραϊσκάκη: O γιος της καλόγριας, δεν γεννήθηκε αλλά έγινε ήρωας

Advertisement

Sponsored by exness

Ήρωας! Τι λέξη, τι εικόνες, πόσες ιστορίες, πόση φαντασία;

Του Μανώλη Καλατζή

Η αγιοποίηση των ηρώων, είναι μια στρέβλωση της Παιδείας μας, η οποία τους ανεβάζει σε ένα εικονοστάσι, μας μαθαίνει να τους λατρεύουμε και ξηλώνει από την προσωπικότητα τους, κάθε ανθρώπινο στοιχείο. Ποιος μπορεί να τους αγγίξει εκεί ψηλά; Αυτούς που υπήρξαν, γενναίοι, ατρόμητοι, ανιδιοτελείς, ανεκτικοί, δίκαιοι, ευσεβείς… σχεδόν άγιοι.

Advertisement

Ισοδυναμεί σχεδόν με ιεροσυλία, να εξιστορήσεις την ζωή τους, με τις μικρότητες, τους εγωισμούς, τις αδυναμίες, τους φόβους και την ανθρώπινη φύση τους, την οποία κατάφεραν να υπερβούν για να γίνουν ήρωες.

Ουδείς γεννήθηκε με φωτοστέφανο ή έστω με δάφνινο στεφάνι. Ουδείς έζησε ως διαμάντι μέσα στις ακαθαρσίες. Ουδείς αποφάσισε να πεθάνει, για να του στήσουν άγαλμα.

Και αυτοί που έζησαν; Από καλή τύχη, από κάποιο καπρίτσιο της μοίρας, βίωσαν το «ευχαριστώ» της απαξίωσης, για να δικαιωθούν μετά τον θάνατο τους.

Μια τέτοια μορφή, άγγελος και διάβολος μαζί, ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Κοντός, μαυριδερός, αθυρόστομος, φιλάσθενος και την ίδια στιγμή, λιοντάρι, χωρατατζής, τρυφερός, θεοφοβούμενος… ήρωας.

Τον γνωρίσαμε στα πρώτα σχολικά χρόνια, από κάποιες κακοανατυπωμένες αφίσες σε μουχλιασμένους τοίχους, μέσα σε δάφνες και δίπλα σε άλλες μορφές που αποτελούν το πάνθεο των αγωνιστών, οι οποίοι απενοχοποίησαν ακόμα και τη λέξη «κλέφτης», μετατρέποντας την σε τίτλο τιμής.

Ο γιος της καλόγριας, έγινε θρύλος, έγινε τραγούδι, έγινε στάδιο, έγινε πλατεία, έγινε ταμπέλα σε δρόμους, έγινε ότι ποτέ δεν επεδίωξε. Αυτός ήθελε να είναι αρματωλός, καπετάνιος στη Ρούμελη και ελεύθερος. Δεν έζησε για να δει τη λευτεριά, αλλά την χάρισε στους Έλληνες.

Καρπός ενός «αμαρτωλού» έρωτα

Ο Γιώργης, γεννήθηκε στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας στο χωριό Μαυρομάτι της Καρδίτσας ή στη Σκουληκαριά της Άρτας, το 1780 ή κατά άλλους το 1782. Όταν ξεκίνησε ο αγώνας ήταν ήδη σαραντάρης, φορτωμένος με πολλή εμπειρία και φιλοδοξία. Γιος της  Ζωής Δεμισκή, η οποία περιγραφόταν ως μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της περιοχής. Χήρεψε νωρίς, χωρίς να έχει παιδιά και έτσι αποφάσισε να αφιερωθεί στο Θεό και να γίνει καλόγρια. Δεν μπόρεσε όμως με τις προσευχές και τις μετάνοιες να αντισταθεί στον αρματολό Δημήτρη Καραΐσκο, ο οποίος ήταν συναγωνιστής στα βουνά με τον αδελφό της, Κώστα Δεμισκή και τον ξάδελφο της, οπλαρχηγό Γώγο Μπακόλα.

Η Ζωή, δεν μπορούσε να είναι και καλόγρια και μάνα και μάλιστα με ένα παιδί από παράνομη σχέση. Υπό το βάρος του κουτσομπολιού, των υποτιμητικών σχολίων και των αιχμηρών επιθέτων που της απέδιδαν, εγκατέλειψε το μοναστήρι και αφιερώθηκε στον γιο της, το «καραϊσκάκι», δηλαδή γιο του Καραϊσκου. Ωστόσο όταν ο Γιώργος έγινε 8 χρονών έχασε τη μητέρα του ενώ ο πατέρας τους δεν ασχολήθηκε ποτέ με την ανατροφή του. Μεγάλωσε στο σπίτι μια οικογένειας Σαρακατσαναίων, με θετούς γονείς. Η μάνα του, η Ζωή, γνωστή «αντάρτισσα» της εποχής, αν και καλόγρια, είχε στόμα που αν σε έπιανε σε αυτό, δεν σε ξέπλενε ούτε ο Πηνειός. Το «ταλέντο» της βωμολοχίας το κληρονόμησε ο γιος της και οι «βρώμικοι» διάλογοι του, είναι πλέον θρυλικοί, ενώ έχουν γίνει ακόμα και τραγούδι.

Στην αυλή του Αλή Πασά

Ο Γιώργης άντεξε τον έλεγχο των θετών του γονιών πολύ λίγο, καθώς δεν ήταν από τα παιδιά που μπορούσαν να μπουν σε καλούπια. Δεν σήκωνε τις διαταγές και δεν σκόπευε να βόσκει πρόβατα και να οργώνει χωράφια για να πλουτίζουν οι Τούρκοι που αποφάσιζαν για την ζωή των «γκιαούρηδων».

Στα 15, έκανε την δική του επανάσταση. Μάζεψε λίγους συνομήλικους φίλους του και βγήκαν κλέφτες στο βουνό με δική τους ομάδα.

Στο βουνό τα πράγματα δεν ήταν εύκολα, καθώς οι Τούρκοι τον είχαν συνέχεια στο κατόπι και έπρεπε να φυλάγεται και να μετακινείται συνεχώς.

Στα 18 του, συνελήφθη από τους ανθρώπους του Αλή Πασά και τον πήγαν δεμένο χειροπόδαρα μπροστά του.

Ο Αλή Πασάς που ήταν συνεχώς σε διαμάχη με τον Σουλτάνο, ήθελε κοντά του ανθρώπους, που το έλεγε η ψυχή τους. Στον Καραϊσκάκη βρήκε κάτι από αυτά που ζητούσε και τον προσέλαβε στην φρουρά του ως σωματοφύλακα στα Γιάννενα.

Πιστός στον Αλή Πασά… και τον Σουλτάνο

Τα χρόνια που έμεινε δίπλα στον Πασά της Ηπείρου, κατάφερε να μάθει λίγα γράμματα όσο να διαβάζει και να γράφει λίγες ανορθόγραφες λέξεις. Δεν τα έπαιρνε και δεν τα ήθελε τα γράμματα. Ο έρωτας του ήταν το σπαθί και οι πιστόλες του.

Είχε την ευκαιρία να διδαχθεί στην αυλή του Αλή Πασά την στρατιωτική τέχνη και να αποδείξει πως είχε πραγματική έφεση και το έλεγε η ψυχή του.

Μάλιστα, ο Αλή Πασάς όταν έκανε την εκστρατεία  κατά του Πασά του Βιδινίου Πεσβάν Ογλου το 1798 το πήρε μαζί του. Δεν είχε όμως υπολογίσει ότι ο Καραϊσκάκης δεν ήταν από αυτούς που δενόταν με τους κατακτητές, τους οποίους προτιμούσε να χρησιμοποιεί. Έκανε λοιπόν αλισβερίσι με τον εχθρό του Αλή Πασά, τον Πεσβάν Ογλού και πήρε μεταγραφή για την κλέφτικη ομάδα του Κατσαντώνη. Αυτή η κίνηση βόλευε τον Πεσβάν Ογλού γιατί ο Αλή Πασάς αποδυναμώθηκε.

Ο Καραϊσκάκης ως πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, μετείχε σε όλες τις μάχες κατά του Αλή Πασά, γνωρίζοντας από τα μέσα και τις τακτικές και τη πονηριά του. Όλα αυτά το 1804, 17 χρόνια πριν ξεκινήσει η επανάσταση.

Μπορεί η επανάσταση να μην είχε ξεκινήσει αλλά ο πόλεμος ήταν μόνιμη κατάσταση. Το 1807 πηγαίνει με τον Κατσαντώνη στη Λευκάδα την οποία κατείχαν οι Ρώσοι, για να τους βοηθήσουν να αποκρούσουν επίθεση από τον Αλή Πασά. Στη Λευκάδα συναντάται για πρώτη φορά με τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και στενός συνεργάτης της τσαρικής αυλής. Την ίδια περίοδο γνωρίζει και πολλούς από τους Έλληνες οπλαρχηγούς, οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο στα Επτάνησα, για να αποφύγουν το κυνηγητό των Τούρκων. Τα Επτάνησα δεν έμειναν για πολύ καιρό στην κατοχή των Ρώσων και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι τον Ιούλιο του 1807.

Ο Καραϊσκάκης δεν μπορούσε να μείνει μακριά από τη δράση και πέρασε και πάλι απέναντι μαζί με τον Κατσαντώνη, το οποίο όμως συλλαμβάνει ο Αλή Πασάς και τον Αύγουστο του 1807 τον εκτελεί για παραδειγματισμό, θέλοντας να σπάσει το ηθικό των Ελλήνων που είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του. Έμεινε για λίγο στην ομάδα του Κατσαντώνη, την ηγεσία της οποίας είχε αναλάβει ο αδελφός του και το 1809 εντάσσεται στα τάγματα που έφτιαξαν οι Βρετανοί, οι οποίοι επιτέθηκαν στους Γάλλους στα Επτάνησα.

Εντάσσεται και πάλι στο κλέφτικο σώμα του Κατσαντώνη το οποίο διοικούσε ο Λεπενιώτης, με συναρχηγό τον Καραϊσκάκη τον Τσόγκα, τον Πάγκαλο και τον Φραγκίστα. Οι Άγγλοι έρχονται σε συμφωνία με τον Αλή Πασά και ουσιαστικά παραδίδουν την ομάδα στους Τούρκους. Το 1812 ο Αλή Πασάς καταφέρνει να τους διαλύσει.

Ο Καραϊσκάκης, άνθρωπος των ελιγμών, παρά το ρίσκο να χάσει το κεφάλι του, δηλώνει και πάλι πίστη στον Αλή Πασά και επιστρέφει στα Γιάννενα. Όταν ο Αλή Πασάς τον ρώτησε τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη».

Ήταν μια περίοδος σχετικής ηρεμίας και έτσι μέσα σε αυτό ο κλίμα παντρεύτηκε τη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου το 1814 με κουμπάρο τον Αλή Πασά. Μαζί έκαναν δύο κόρες και ένα γιο ο οποίος μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας είχε μια σημαντική στρατιωτική και πολιτική καριέρα.

Το 1820 ξεκινάει ο ανοιχτός πόλεμος του Αλή Πασά με τον Σουλτάνο, ο οποίος έστειλε στρατεύματα στην Ήπειρο για να εξοντώσει τον άλλοτε στενό συνεργάτη του.

Ο Καραϊσκάκης, προδίδει για δεύτερη φορά τον Αλή Πασά και δηλώνει πίστη στον Σουλτάνο. Δεν ήταν ο μόνος. Μαζί του την ίδια στάση τήρησε και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που επίσης υπηρετούσε ως πρωτοπαλίκαρο του Αλή Πασά.

Πάθος για επανάσταση

Στις αρχές του 1821 μαζί με άλλους Έλληνες οπλαρχηγούς κάνουν σύσκεψη στη Λευκάδα και αρχίζουν να ετοιμάζουν την επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα.

Πέρασε πάλι απέναντι στην τουρκοκρατούμενη περιοχή της Ελλάδας με σκοπό να μαζέψει άντρες και να ξεκινήσει την επανάσταση κατά των Τούρκων. Η πρώτη του προσπάθεια απέτυχε και έτσι ανέβηκε και πάλι στα βουνά.

Τον Μάϊο του 1821 και ενώ στην Πελοπόννησο έχει ξεκινήσει η επανάσταση, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς οργανώνουν ομάδες  στην Άρτα και ξεκινούν τις μάχες, Στη μάχη στο Κομπότι τον Ιούνιο του 1821 τραυματίζεται και αποσύρεται για λίγο καιρό μέχρι να αναρρώσει.

Καταφέρνει τον Σεπτέμβριο του 1821 να απελευθερώσει την Άρτα και θεωρεί ως δεδομένη την ανάθεση σε αυτόν της ηγεσίας των στρατευμάτων στη περιοχή των Αγράφων.

Πολιτική, εμφύλιος και «προδότης»

Η επανάσταση κατά των Τούρκων ήταν σε εξέλιξη, αλλά οι Έλληνες δεν κατάφερναν να τα βρουν μεταξύ τους καθώς είχε αρχίσει να μπαίνει πλέον στο παιχνίδι και η πολιτική με κύριο εκπρόσωπο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος ανέθεσε στο αρματολίκι των Αγράφων στον Γιάννη Ράγκο. Η απόφαση αυτή εξόργισε τον Καραϊσκάκη και οι σχέσεις του με τον Μαυροκορδάτο δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Ο Καραϊσκάκης έρχεται σε συμφωνία με τους Τούρκους και τον διορίζουν τοποτηρητή των Αγράφων. Η δράση του υπονομεύει τον Ράγκο και εξυπηρετεί τον ίδιο και τοπικά συμφέροντα, αλλά όχι τα συμφέροντα των Ελλήνων ή των Οθωμανών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι όταν το Φθινόπωρο του 1822 του ζητήθηκε να βοηθήσει τους Μεσολογγίτες που βρισκόντουσαν υπό πολιορκία, έδωσε υποσχέσεις, αλλά ο ίδιος δεν μετακινήθηκε ποτέ προς το Μεσολόγγι. Για τη συμφωνία με τους Τούρκους είχε πει με τον γνωστό «λόγο» που τον χαρακτήριζε: «Κλείω την ειρήνην τώρα, δεν με άρεσεν μεθαύριο, τη χέζω».

Συνεχίζει όμως να κάνει επιθέσεις κατά των Τούρκων και στις 15 Ιανουάριου του 1823, τους κατατροπώνει στη μάχη του Σοβολάκου. Τον Ιούνιο του 1823 παίρνει προαγωγή και του απονέμεται ο βαθμός του στρατηγού. Παρά τα τεράστια ψυχικά αποθέματα, η σωματική του κατάσταση δεν ήταν καλή καθώς έπασχε από φυματίωση. Η ασθένεια τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αγώνα και να καταφύγει στο Μοναστήρι του Προυσού για αποθεραπεία.

Ο Μαυροκορδάτος, ήθελε να εξαφανίσει τον Καραϊσκάκη από προσώπου γης και τον κατηγορεί για εσχάτη προδοσία, υποστηρίζοντας ότι συνεργαζόταν με τους Τούρκους. Μάλιστα οργανώθηκε δίκη στο Αιτωλικό και ο Καραϊσκάκης με ψευδείς κατηγορίες καταδικάζεται και του αφαιρείται ο βαθμός του στρατηγού. Ήταν ο πρώτος εμφύλιος κατά την επανάσταση. Ακολούθησε και δεύτερος με τον Καραϊσκάκη να μεταβαίνει στην Πελοπόννησο με τους άντρες του για να υποστηρίξει την «κυβέρνηση» έναντι των αντιπάλων της που αμφισβητούσαν τις πολιτικές αποφάσεις. Ο Καραϊσκάκης στον δεύτερο εμφύλιο απέδειξε πως όταν δεν ήταν άγγελος γινόταν διάβολος. Μπήκε στα Καλάβρυτα και επιδόθηκε σε ανελέητο πλιάτσικο, ο οποίο έχει καταγραφεί ως μια από τις πιο μαύρες στιγμές της επανάστασης αλλά και μία μελανή σελίδα στο βιβλίο της ζωής του Καραϊσκάκη.

Παραμένει στην Πελοπόννησο, χωρίς να έχει κάποιο αξίωμα και τον Απρίλη του 1825 παίρνει μέρος στη μάχη στο Κρεμμύδι, στην οποία ο Ιμπραήμ κατάφερε να τρέψει σε φυγή, αποδεκατισμένες τις ελληνικές δυνάμεις.

Η Επανάσταση που ξεκίνησε με πολλές ελπίδες και μεγάλο ενθουσιασμό το 1825 είχε σχεδόν καταπνιγεί και η πιθανότητα να καταγραφεί ως μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια αποτίναξης του τουρκικού ζυγού, ήταν πλέον ορατή.

Στα ιστορικά συγγράμματα έχει καταγραφεί ένας διάλογος του Καραϊσκάκη με τον Β. Μποντούρη από την Ύδρα. Ο Μποντούρης φέρεται να του είπε: «Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από εδώ και εμπρός». Ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».

Ο διάβολος που έγινε άγγελος

Το 1825 ο Καραϊσκάκης αναλαμβάνει και πάλι δράση και φεύγει από την Πελοπόννησο, επιστρέφοντας στην Στερεά Ελλάδα για να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση. Καταφέρνει να κρατήσει ελεύθερο το Δίστομο, το οποίο κινδύνευε άμεσα από του Τούρκους οι οποίοι είχαν τον έλεγχο όλης της γύρω περιοχής.

Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς το Μεσολόγγι βρισκόταν κάτω από πολιορκία με τον πληθυσμό να εξοντώνεται. Ο Καραϊσκάκης επιχείρησε να χαλαρώσει τον πολιορκητικό κλοιό, χωρίς όμως να καταφέρει πολλά πράγματα και το Μεσολόγγι να πέσει τελικώς στα χέρια των Τούρκων μετά την ηρωική έξοδο των υπερασπιστών του.

Ο Καραϊσκάκης φεύγει και πάλι για την Πελοπόννησο και πηγαίνει στο Ναύπλιο, ώστε να εκλιπαρήσει την προσωρινή κυβέρνηση να τον αποκαταστήσει και να του δώσει χρήματα ώστε να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα στη Στερεά Ελλάδα. Πεπεισμένοι όλοι πλέον για τον στρατιωτική του αξία, τον ξανακάνουν στρατηγό και του αναθέτουν εν λευκώ την αρχιστρατηγία της Ρούμελης.

Δεν έχασε καθόλου καιρό και καταφέρνει να χαλαρώσει την πολιορκία της Ακρόπολης στην Αθήνα νικώντας δύο φορές στους Τούρκους σε μάχες στο Χαϊδάρι. Αμέσως μετά επιτέθηκε στη Δόμβραινα καταφέρνοντας να ανακόψει την ανεφοδιαστική γραμμή του Κιουταχή, ο οποίος έμεινε από προμήθειες συνεχίζοντας την πολιορκία της Ακρόπολης. Στο πλαίσιο εκείνης της επιχείρησης δεν άφησε Τούρκο μέχρι την Αράχωβα όπου έδωσε μεγαλειώδη μάχη η οποία διδάσκεται ως προς τη στρατηγική της μέχρι και σήμερα στις στρατιωτικές σχολές. Μετά τη μάχη, ο Καραϊσκάκης αναβίωσε ένα παλιό τουρκικό βάρβαρο έθιμο φτιάχνοντας μια πυραμίδα με 300 κομμένα κεφάλια Τούρκων, που ήταν ορατή από τους Δελφούς, με την επιγραφή: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών ανεγερθέν κατά το 1826 έτος Νοεμβρίου 24· Εν Αράχωβα». Τα κεφάλια των διοικητών Μουσταφάμπεη και Κεχαγιάμπεη στέλνονται στο Εκτελεστικό (ελληνική κυβέρνηση) στην Αίγινα μαζί με 12 αιχμαλώτους Τούρκους αξιωματικούς.

Λαϊκή απεικόνιση της πυραμίδας με τα κεφάλια 300 Τούρκων που έστησε ο Καραϊσκάκης μετά την μάχη της Αράχωβας στις 25 Νοεμβρίου 1826

Έχοντας αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή επιστρέφει στην Αττική, και παρά το ότι ήταν άρρωστος έδωσε σειρά από μάχες με σημαντικότερες στην ακρόπολη τον Φεβρουάριο του 1827 και στο Κερατσίνι και το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου.

Άδοξο το τέλος ενός θρύλου

Στις 21 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης με τους στρατιώτες του βρίσκονται στο Φάληρο, στον χώρο που σήμερα βρίσκεται το στάδιο του Ολυμπιακού Πειραιώς. Από εκεί έχει οπτική επαφή με την Ακρόπολη την οποία συνεχίζει να πολιορκεί ο Κιουταχής.

Το μνημείο έξω από το Στάδιο Καραϊσκάκη, όπου θεωρείται ως ο χώρος που πυροβολήθηκε ο Στρατηγός. Τα οστά του βρισκόντουσαν εκεί για 133 χρόνια μετά την ανακομιδή τους από τον τάφο του στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Το 1968 με οδηγίες του Δημάρχου Πειραιά που είχε διορίσει η χούντα Αριστείδη Σκυλίτση, έγινε ανακατασκευή του μνημείου και έκτοτε τα οστά αγνοούνται. Εικάζεται πως από λάθος πετάχτηκαν στη θάλασσα.

Η «κυβέρνηση» είχε αναθέσει την αρχιστρατηγία της επιχείρησης κατά του Κιουταχή, στου Άγγλους φιλέλληνες  Τσόρτς και Κόχραν, με τον Καραϊσκάκη να εκφράζει έντονη διαφωνία με την τακτική που είχαν αποφασίσει να εφαρμόσουν. Οι Άγγλοι ήθελαν να κάνουν μια μετωπική επίθεση την οποία ο Καραϊσκάκης θεωρούσε αυτοκτονία. Απογοητευμένος για την ανάθεση της επιχείρησης στους Άγγλους αποσύρθηκε στο Φάληρο έχοντας υψηλό πυρετό.

Είχε δώσει οδηγίες να μην πέσει ούτε μια ντουφεκιά κατά των Τούρκων αν ο ίδιος δεν έδινε εντολή. Ωστόσο κάποιοι Κρητικοί παρέβησαν τις οδηγίες του και πυροβόλησαν κατά των Τούρκων με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μάχη.

Ο Καραϊσκάκης για να αποφύγει την επέκταση της σύγκρουσης, καβάλησε το άλογο του και πήγε στο σημείο της σύγκρουσης.

Μία σφαίρα τον βρήκε χαμηλά στη κοιλιά, τραυματίζοντας τον κρίσιμα. Ήταν απόγευμα της 22ας Απριλίου και την επόμενη ξημέρωνε η μέρα της γιορτής του, τού Αγίου Γεωργίου.

Το τραύμα ήταν τόσο σοβαρό που οι γιατροί δεν μπορούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία. Ο Καραϊσκάκης είχε μεταφερθεί στη βρετανική γολέτα «Σπαρτιάτης» στον κόλπο της Σαλαμίνας. Όπως γράφει ο Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου στο βιβλίο του Historical Sketch of the Greek Revolution, ο Καραϊσκάκης πεθαίνοντας είπε: «Η πατρίδα μου ανέθεσε έργο πολύ βαρύ. Δέκα μήνες έβαλα όλα μου τα δυνατά να το φέρω σε τέλος. Μία ζωή μου μενε, της την έδωσα και αυτή. Πεθαίνω, μα εσείς ωρέ αδέρφια να αποτελειώσετε το έργο μου. Γλυτώστε την Αθην, την Αθήνα να γλυτώσετε» και ξεψύχησε.

Μέχρι σήμερα, διάφοροι ιστορικοί διατυπώνουν αμφιβολίες για το αν ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκο ή από Έλληνα. Κάποιοι θεωρούν ότι ίσως δολοφονήθηκε με εντολή του Μαυροκορδάτου ή με εντολή των Άγγλων που δεν ήθελαν να επιβιώσει η επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη τσάκισε το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι υπέστησαν μια από τις πιο βαριές ήττες τους στη μάχη του Αναλάτου στις 24 Απριλίου 1827. Η ήττα αυτή έβαλε τέλος στην επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Πίνακας με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη τραυματία μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε στο Φάληρο

Οι παροιμιώδεις βωμολοχίες

Ο Καραϊσκάκης, όπως αναφέρουν ιστορικές πηγές βασισμένες σε μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν και πολέμησαν μαζί του, δεν μπορούσε να συντάξει μια πρόταση χωρίς να περιέχει κάποια βρισιά. Ορισμένοι από τους διαλόγους του αλλά και από τα ξεσπάσματα του αποτελούν εδώ και χρόνια «απαγορευμένο» λαϊκό ανάγνωσμα.

  •      Το 1823, ο Μαχμούτ Πασάς, έστειλε μια επιστολή στον Καραϊσκάκη ζητώντας του να παραδοθεί για να γλιτώσει αυτός και οι άνδρες του. Ο Καραϊσκάκης απάντησε:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».

  •      Ο Καραϊσκάκης είχε ταλαιπωρηθεί πολύ από την φυματίωση και συχνά αναγκαζόταν να αποσυρθεί για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Ωστόσο ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες έκανε επίδειξη χιούμορ. Είχε καλέσει έναν νέο γιατρό για να τον εξετάσει και έκρυψε κάτω από τις κουβέρτες έναν από τους άντρες του. Όταν ο γιατρός ζήτησε το χέρι του Καραϊσκάκη για την εξέταση, πήρε το χέρι του κρυμμένου συντρόφου του οπλαρχηγού. Ο γιατρός αποφάνθηκε: «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ». Ο Καραϊσκάκης σήκωσε τη κουβέρτα και απάντησε στον γιατρό: «Ο πούτσος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!».
  •      Στη δίκη του για εσχάτη προδοσία, υπήρξε ένας απίστευτος διάλογος με ηλικιωμένο δικαστή Γαλάνη Μεγαπάνο, ο οποίος του απήγγειλε κατηγορίες για συνεργασία με τον Ομέρ Βρυώνη:

«Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλια στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω δεν γλιτώνω.

Μεγαπάνου: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες; Καραϊσκάκης: Τα ‘χω χούι κυρ Πάνο

Μεγαπάνου: Αμ, γιατί να το ‘χεις χούι που είσαι πια πενήντα χρονών;

Καραϊσκάκης: Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονώ, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμείς – και δεν μ’ ακούς».

  •      Στη μάχη στο Κομπότι της Άρτας τον Ιούλιο του 1821, ο Καραϊσκάκης θέλοντας να δείξει πως δεν φοβάται τους Τούρκους ανέβηκε σε ένα ύψωμα, σήκωσε την φουστανέλα και έδειξε τα οπίσθιά του. Μια σφαίρα τον τραυμάτισε στα γεννητικά του όργανα και έμεινε στείρος. Το «ατύχημα» αυτό δεν τον πτόησε. Όταν έμαθε για την ήττα του Κουντουριώτη από τον Ιμπραήμ στο Κρεμμύδι φέρεται να του είπε: «Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ, όμως, έχεις τόσο μυαλό, όσο εγώ έχω σπόρο στα αρχίδια μου».
  •      Σύμφωνα με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, ο Καραϊσκάκης όταν άφηνε τη τελευταία του πνοή στο Φάληρο στις 23 Απριλίου 1827, ευχήθηκε στους Έλληνες «να είναι μονιασμένοι και να βαστήξουν την πατρίδα». Λίγε ώρες νωρίτερα όταν μεταφερόταν τραυματισμένος από το πεδίο της μάχης γύρισε προς τους Τούρκους και φώναξε: «Αν γίνω καλά θα τονε χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε. Εάν ψοφήσω, κλάστε μου τον πούτζον!»

Ο Ζαφείρης που ήταν Μαριώ

Ο Καραϊσκάκης είχε συνεχώς δίπλα του μια νεαρή κοπέλα, την Μαριώ. Αν και πολλοί είχαν θεωρήσει ότι επρόκειτο για κρυφή ερωμένη του, κανένα ιστορικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Η 8χρονη Μαριώ βρέθηκε μπροστά στον Καραϊσκάκη μετά την άλωση της Τριπολιτσάς και έπεσε στα πόδια του ζητώντας προστασία καθώς ήταν Τουρκοπούλα και είχε χάσει τους γονείς της. Ο Καραϊσκάκης την πήρε μαζί του και την έθεσε υπό τη προστασία του, βαφτίζοντας την Χριστιανή και δίνοντας της το όνομα Μαριώ. Είχε αναλάβει την εξυπηρέτηση του στρατηγού, πλένοντας τα ρούχα του, μαγειρεύοντας και κάνοντας χρέη νοσοκόμας όταν αντιμετώπιζε προβλήματα με τη φυματίωση. Όταν μεγάλωσε η Μαριώ άρχισε να τη ντύνει με φουστανέλα και ανδρικά ρούχα και την φώναζε «Ζαφείρη». Ήταν δίπλα του σε όλες τις μάχες αλλά και σε όλες τις συναντήσεις και διαπραγματεύσεις. Στην διαθήκη του δεν την ξέχασε και της άφησε 4.000 γρόσια.

Η Μαριώ ήταν το δεξί χέρι του Καραϊσκάκη και η φήμες που την παρουσίαζαν ως ερωμένη του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όπως αποδεικνύεται από τις ιστορικές πηγές

Η διαθήκη του

Στις 22 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης διαισθανόμενος το τέλος κάθισε και έγραψε τη διαθήκη του, η οποία σώζετε αυτούσια στο Μουσείο Μπενάκη. Άφηνε χρήματα σε δύο στενούς του φίλους που είχαν αναλάβει την προστασία των παιδιών του, αφού η γυναίκα του είχε πεθάνει το 1826. Στον γιο του άφησε τα άρματα του. Το κείμενο της διαθήκης αυτούσιο:

«Σαραντατέσσαρες χιλ γρόσια εις το κεμέρι του Μήτρου Αγραφιώτη. Από αυτά αι τριάντα χιλ να δοθούν εις ταις τζούπαις μου, να τας περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες, του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτης. Δύω χιλιάδες να πάρη ο ένας Μήτρος και δύω ο άλλος, όπου με εδούλευαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι όπου θα με θάψουν. Δύω χιλ έχει ο γραμματικός. Τέσσαρες χιλιάδες γρόσια της Μαργιός. Τα άλλα να μοιρασθούν δια τήν ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις την σακούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τζαουσιάδες μου.

Η χειρόγραφη διαθήκη του Γεώργιου Καραϊσκάκη η οποία φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. Την έγραψε στις 22 Απριλίου 1827

22 Απριλίου Καραησκάκης

Το τουφέκι και άτια μου να πάνε των παιδιών μου και ώρα μου (=το ρολόι μου). Έξ χιλ γρ μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης. Δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου δια τον Κασηνίκα και λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς.

— Γεώργιος Καραϊσκάκης»

Η χούντα έχασε τα οστά του

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1835 και αφού είχαν περάσει οχτώ χρόνια  από τον θάνατο και τη ταφή του Γεώργιου Καραϊσκάκη στη Σαλαμίνα, αποφασίστηκε η ανακομιδή των λειψάνων του και η τοποθέτηση τους σε μνημείο κοντά στο σημείο που τραυματίστηκε στη μάχη του Φαλήρου. Το μνημείο βρίσκεται μέχρι σήμερα έξω από το Στάδιο Καραϊσκάκη. Κατά την ανακομιδή των λειψάνων στο Φάληρο βρέθηκε ο Βασιλιάς Όθωνας και το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας  της Ελλάδας και τα τρία παιδιά του Καραϊσκάκη. Εκείνη την ημέρα ο Βασιλιάς έθεσε τις δύο κόρες του Καραϊσκάκη υπό την κηδεμονία του και τις προίκισε με 500 στρέμματα κρατικής γης και 6.000 δραχμές στην Πηνελόπη, για να παντρευτεί τον Ανδρέα Νοταρά.

Το 1968 κατά τη διάρκεια της χούντας ο διορισμένος δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης, έδωσε οδηγίες να ανασκευαστεί το μνημείο με τα οστά του Καραϊσκάκη. Το μνημείο ανακατασκευάστηκε αλλά τα οστά εξαφανίστηκαν χωρίς να γνωρίζει κανείς μέχρι σήμερα που βρίσκονται. Το πιο πιθανό είναι ότι πετάχτηκαν στη θάλασσα ακριβώς δίπλα από το σημείο που σήμερα βρίσκεται το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, και έχουν γίνει επιχωματώσεις.

Ο τάφος του Γεώργιου Καραϊσκάκη στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Στο σημείο αυτό έγινε η ταφή του στις 23 Απριλίου 1827

Θρύλος, μύθος και αλήθειες

Σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύση Τζάκη: «Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον Καραϊσκάκη. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του πριν το 1821 προέρχονται από άνισες μεταξύ τους προφορικές μαρτυρίες που καταγράφηκαν μετά τον θάνατό του και είναι ευάριθμες, αποσπασματικές και συχνά αντιφατικές, παραδείγματος χάρη, ποιος ήταν ο πατέρας του, πού γεννήθηκε, πού και με ποιους έζησε τα παιδικά του χρόνια, πότε έγινε κλέφτης.

Όλα αυτά δημιουργούν προβλήματα και μεθοδολογικές δυσκολίες στην ιστορική έρευνα, αλλά ευνοούν τη μυθοπλαστική επεξεργασία της εικόνας του ‘γιου της καλογριάς’ και μάλιστα σε εναλλακτικές αφηγηματικές εκδοχές, τόσο στο πεδίο της λογοτεχνίας όσο και της δημόσιας ιστορίας.

Εξίσου καλή πρώτη ύλη μυθοπλασίας προσφέρει η τεθλασμένη και γεμάτη εντάσεις συμμετοχή του στην Επανάσταση, λόγου χάρη η σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο, η καταδίκη ως προδότη, η ‘μεταστροφή’ και τα σπουδαία στρατιωτικά κατορθώματά του στα 1826-1827. Στη δημοφιλία του συμβάλλουν ασφαλώς και ορισμένες πλευρές του βίου του που, πολλαπλώς μεθερμηνευόμενες, άσκησαν και εξακολουθούν να ασκούν γοητεία, όπως η αθυροστομία του, η περίφημη Μαριώ (ένα κορίτσι που το έντυνε με φουστανέλα και το είχε πάντα μαζί του), το ότι πολεμούσε και τελικά πέθανε στην πρώτη γραμμή της μάχης».

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network