«Μην μας κοιτάς!» Δεν ξέρω πως γίναμε έτσι! Δεν ξέρω πως φτάσαμε σ΄ αυτό το σημείο!
Του Λουκά Σπαθάρη
Ήξερα πως κάποιες συνθήκες κάνανε μερικούς ανθρώπους πιο σκληρούς αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ πως «επαγγελματίες» αξιωματούχοι θα σκότωναν εν ψυχρώ, χωρίς δισταγμό ένα παιδί ρίχνοντας τον στη δίνη που δημιούργησαν οι προπέλες πλοίου.
Γιατί ο Αντώνης Καρυώτης 36 ετών, είχε ακόμη ψυχή παιδιού, ψυχή με ιδιαίτερες ανάγκες και ικανότητές.
Ψυχή που τον έσπρωξε να μπει στο καράβι αλλά εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με «υπεύθυνος – αξιωματούχος» του πλοίου που χωρίς ίχνος ανθρωπιάς έβαλαν τις παλάμες τους στο σημείο που βρισκόταν η παιδική ψυχή του και τον έσπρωξαν στην μανιασμένη θάλασσα.
Και σαν μην έφτανε αυτό, έδωσαν εντολή, το πλοίο να συνεχίσει την πορεία του. Σαν να μην συνέβη τίποτα! Δεν ενδιαφέρθηκαν πως ένα παιδί πάλευε για ανάσα… πως ένα παιδί πνιγόταν μπροστά τους… Δεν σκέφτηκαν καν τον κανόνα της ναυτοσύνης που έμαθαν. «Άνθρωπος στη θάλασσα» που τους διατάσσει να κάνουν τα πάντα για να σώσουν το συνάνθρωπος τους.
Ούτε ένα σωσίβιο! Ούτε καν να σταματήσουν το πλοίο! Ούτε ένας να πέσει στη θάλασσα για να σώσει ένα παιδί.
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. Πως αν δεν υπήρχαν τα κινητά τηλέφωνα να καταγράψουν καρέ καρέ την δολοφονία του Αντώνη, σήμερα ίσως θα μιλούσαμε για αυτοκτονία ενός παιδιού. Μια «αυτοκτονία» που ίσως θα είχε και «μάρτυρες» τους «υπεύθυνους- αξιωματούχους» του πλοίου!
«Μην μας κοιτάς Αντώνη». Δεν ξέρω πραγματικά πως φτάσαμε σ αυτό το σημείο…