MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Τραμπισμός vs Brexit: Δυο καταστροφές με διαφορετικές αιτίες

Advertisement

Sponsored by exness

Δυο διαφορετικές κρίσεις κράτους καθόρισαν τα τελευταία δύσκολα κεφάλαια των δύο χωρών.

Από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε αναπάντεχα τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 2016, αποδεικνύοντας σε όλο τον κόσμο ότι το εκλογικό καθήκον είναι μια σοβαρή υπόθεση, πολλοί αναλυτές συνέκριναν την αμερικανική αυτή επικίνδυνη στροφή με τη βρετανική βουτιά του Brexit μακριά από την ΕΕ την ίδια χρονιά.

Advertisement

Το επιχείρημα τους ήταν ότι σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, οι ομάδες των ψηφοφόρων αντιμέτωποι με κοινωνικές αλλαγές προσελκύστηκαν από μια λαϊκίστική νοσταλγία, που έφερε την υπόσχεση της «διαγραφής» της μετανάστευσης και της παγκοσμιοποίησης.

Ωστόσο, πυκνά συχνά τέτοιες συγκρίσεις, γράφει στο World Politics Review ο Αλεξάντερ Κλάρκσον, καθηγητής ευρωπαϊκών σπουδών στο King’s College του Λονδίνου, αγνοούν τις τεράστιες διαφορές μεταξύ αυτών των πολιτικών σεισμών, οι συνέπειες των οποίων είναι ακόμα αισθητές μετά τη μετακόμιση του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο το 2020 και την υπογραφή της Συμφωνίας για το Εμπόριο και τη Συνεργασία Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ το 2021.

Η εκστρατεία υπέρ του Brexit Leave ήταν το προϊόν μιας ιδεολογικά ποικιλόμορφης συμμαχίας, που δεν είχε σαφές σχέδιο για την εφαρμογή ενός τόσο τεράστιου εγχειρήματος. Με το Ηνωμένο Βασίλειο σήμερα σε παράλυση εξαιτίας των προκλήσεων της ζωής εκτός της ΕΕ, οι εσωτερικές διαμάχες για τον τρόπο διαχείρισης της διαδικασίας του Brexit έχουν σχεδόν διαλύσει το κυβερνών Συντηρητικό κόμμα.

Ωστόσο, ακόμη και αφότου το σχέδιο του Brexit είναι προφανές ότι έχει καταρρεύσει, οι υποστηρικτές της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στη ΕΕ μαζί με το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα δίνουν αγώνα για να αναπτύξουν ένα μοντέλο για στενότερες σχέσεις με τις Βρυξέλλες, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις αλλαγές της ΕΕ από το 2016 μέχρι σήμερα.

Η άνοδος του Τραμπ

Αντίθετα, η άνοδος του Τραμπ ήταν τμήμα μιας ευρύτερης ριζοσπαστικοποίησης της αμερικανικής πολιτικής δεξιάς των ΗΠΑ που παρέσυρε τους ελάχιστους εξωστρεφείς συντηρητικούς της. Η σταδιακή κατάρρευση των δικομματικών παραδόσεων, που αποτέλεσαν το θεμέλιο της πολιτικής σταθερότητας των ΗΠΑ ήταν ορατή ήδη από το 1992, όταν ο Πατ Μπιουκάναν εκφώνησε την αδυσώπητη ομιλία του για τον «Πολιτιστικό Πόλεμο» στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εκείνη τη χρονιά, στην οποία έδωσε έμφαση σε μια στρατηγική ιδεολογικής πόλωσης.

Η επιτυχία του Νιούτ Γκίνγκριτς και άλλων Ρεπουμπλικάνων ηγετών να αναλάβουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1994 αποτέλεσε προαναγγελία των τεχνικών που θα χρησιμοποιούσε ο Τραμπ για να ξεπετάξει τους αντιπάλους του είκοσι χρόνια αργότερα. Ο Γκίνγκριτς πέτυχε, επιδιώκοντας την εκλογική κλιμάκωση, την οποία στήριξε στην κινητοποίηση της βάσης και στις άγριες επιθέσεις του κατά των Δημοκρατικών και μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων.

Μια τέτοια προσέγγιση μηδενικού αθροίσματος τόσο στην προεκλογική εκστρατεία όσο και στη διακυβέρνηση είχε ανατρεπτική επίδραση στη συνταγματική τάξη των ΗΠΑ που είχε παραμείνει στάσιμη τον περασμένο αιώνα. Μια καλτ τύπου λατρεία των μεγαλοπρεπών προσωπικοτήτων του 18ου αιώνα που έγιναν οι Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ, λειτούργησε σαν το πολιτιστικό εμπόδιο στην μεταρρύθμιση της συνταγματικής τάξης, που δίνει τη δύναμη της εξωτερικής πολιτικής στα χέρια του πρόεδρου, εδραιώνει την παράλυση στα νομοθετικά του σώματα και παρέχει τεράστια δικαστική εξουσία στους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου που δεν είναι υπόλογοι σε τίποτα και σε κανέναν.

Αυτή η αποστεωμένη συνταγματική τάξη συνεχίζει να αποτελεί έναν σημαντικό κίνδυνο συστήματος για την αμερικανική δημοκρατία. Μια δυναμική στην οποία οι προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση της συνταγματικής τάξης θα μπλοκάρονταν ή θα σαμποτάρονταν αμέσως από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, που ωφελείται κατά κύριο λόγο από τη θεσμική στασιμότητα, μπορεί να πυροδοτήσει περαιτέρω φάσεις αστάθειας, που θα ακύρωναν όλες τις επιτυχίες που σημειώθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις σε επίπεδο οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής.

Με απλά λόγια, όσο αποφεύγεται η βαθύτερη μεταρρύθμιση του απαρχαιωμένου πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, η τεράστια χώρα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και η ευρύτερη δυτική συμμαχία που την συντηρεί στην πρώτη γραμμή θα  παραμείνουν ευάλωτες σε εκρήξεις λαϊκής οργής από τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, που  μπορούν να αναιρέσουν τα όποια οικονομικά ή κοινωνικά κέρδη συγκεκριμένων προέδρων.

Συνταγματική στασιμότητα αλά αμερικανικά

Ενώ η συνεχιζόμενη κυριαρχία του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα παγιώνει τη συνταγματική στασιμότητα στις ΗΠΑ, η σύγκλιση των κοινωνικών δυνάμεων, που οδήγησαν το Ηνωμένο Βασίλειο να αποχωρήσει από την ΕΕ, σηματοδότησε το αποκορύφωμα δεκαετιών από ριζοσπαστικούς συνταγματικούς πειραματισμούς στο Λονδίνο, το Εδιμβούργο, το Κάρντιφ και το Μπέλφαστ.

Αυτή η εποχή της ατελείωτης θεσμικής αναταραχής ξεκίνησε με την αναδιοργάνωση της αγγλικής τοπικής αυτοδιοίκησης στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τις επόμενες δεκαετίες, οι διευθετήσεις αποκέντρωσης σηματοδότησαν μια θεμελιώδη αναδιάταξη της κατανομής της εξουσίας σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, παραδίδοντας σημαντική εξουσία στα κοινοβούλια της Σκωτίας και της Ουαλίας, καθώς οι συμφωνίες για την ειρήνη στο ιρλανδικό κράτος προσέφεραν εκτεταμένη αυτονομία στη Βόρεια Ιρλανδία.

Ταυτόχρονα, η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης στην ΕΕ μέσω της Συνθήκης του Μάαστριχτ ενέπλεξε το Ηνωμένο Βασίλειο σε υπερεθνικές νομικές και οικονομικές δομές με τρόπους που προκάλεσαν βαθιές διαιρέσεις στη βρετανική πολιτική.

Με την υιοθέτηση ενός νόμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που έθεσε σημαντικούς περιορισμούς στην εξουσία του κράτους και την πλήρη δημιουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου, που ενσωμάτωσε μεγαλύτερη διαφάνεια στο δικαστικό σώμα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το βρετανικό κράτος βιώσει μεγάλες και γρήγορες αλλαγές με τρόπους που δεν έχουν ακόμη απορροφηθεί πλήρως από τις ελίτ των πολιτικών, των μέσων ενημέρωσης και των δημοσίων υπαλλήλων και στα τέσσερα έθνη του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η ταχύτητα με την οποία το Λονδίνο συνέχισε να εγκαθιδρύει, να παρεμβαίνει και στη συνέχεια να αντικαθιστά θεσμικές δομές ενισχύθηκε από τις ιδιαιτερότητες της άγραφης συνταγματικής τάξης του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες δημοκρατίες, το πολιτικό σύστημα του μεγαλύτερου νησιού της Ευρώπης δεν διαμορφώνεται από ένα ενιαίο γραπτό σύνταγμα, που παρέχει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για τη σχέση μεταξύ δικαστικής, εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας.

Η βρετανική ιδιαιτερότητα

Αντίθετα, η σταθερότητα της δημοκρατίας του Ηνωμένου Βασιλείου βασίζεται στο νομικό και θεσμικό προηγούμενο δύο αιώνων που μπορεί να ανατραπεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση πετυχαίνει την απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ενώ οι ΗΠΑ, η Γερμανία ή η Ισπανία έχουν συνταγματικά έγγραφα, που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την ταχεία αλλαγή της ισορροπίας ισχύος μεταξύ τοπικών, περιφερειακών ή υποεθνικών και εθνικών θεσμών, χωρίς γραπτό σύνταγμα με λαϊκή στήριξη, υπάρχουν πολύ λιγότερα εμπόδια σε οποιαδήποτε κυβέρνηση Λονδίνο αποφασίσει να ανατρέψει τα σημερινά θεμέλια του πολιτικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος και του Συντηρητικού Κόμματος συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παρεμβαίνουν στον τρόπο οργάνωσης των τοπικών αρχών στην Αγγλία, αποσταθεροποιώντας τακτικά και χρηματοδοτώντας ανεπαρκώς τις μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης του κράτους που έχουν την πιο άμεση επαφή με τους ψηφοφόρους.

Αν και οι διακανονισμοί αποκέντρωσης και ειρήνης που παρείχαν σημαντικές εξουσίες στα νομοθετικά σώματα στο Μπέλφαστ, το Εδιμβούργο και το Κάρντιφ είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιστραφούν, το γεγονός ότι είναι ευάλωτοι σε αλλαγές προτεραιοτήτων μέσα στις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προκαλεί συνεχή θεσμική τριβή, που έχει ωφελήσει σημαντικά τα εθνικιστικά κινήματα που επιδιώκουν τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Παρά αυτά τα συνεχή κύματα θεσμικών πειραματισμών, μέχρι το 2016 μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ και των μέσων μαζικής ενημέρωσης του Ηνωμένου Βασιλείου συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα από τη δεκαετία του 1980. Κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit, όσοι έκαναν εκστρατεία για την έξοδο από την ΕΕ αγνόησαν την περίπλοκη φύση των πολιτικών δικαιοδοσιών εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους ήταν βαθιά συνυφασμένη με το υπερεθνικό σύστημα της ΕΕ.

Οι ηγέτες της εκστρατείας για παραμονή στην ΕΕ δεν έκαναν τη διαφορά. Υποτίμησαν την αστάθεια, που προκλήθηκε από ανισορροπίες που προσέφεραν στη Σκωτία και την Ουαλία περισσότερο έλεγχο στη διακυβέρνηση από τις περιφέρειες της Αγγλίας και τη δημιουργία τριβών με την ΕΕ σε ένα περιβάλλον στο οποίο το Λονδίνο είχε το δικαίωμα εξαίρεσης από έργα που αναδιαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως το ευρώ ή το σύστημα συνόρων Σένγκεν.

Το μπαλάκι στους Εργατικούς

Παρά όλες τις θεμελιώδεις διαφορές τους για τη σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την υπόλοιπη Ευρώπη, το 2016 πολλοί εξέχοντες υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ και υπέρμαχοι του Brexit μοιράστηκαν υποθέσεις για τη σταθερότητα και την ισχύ του Ηνωμένου Βασιλείου που δεν ήταν ακριβείς ακόμη και το 1996 .

Ο εφησυχασμός αυτός δεν εξασφάλισε μόνο ότι η εκστρατεία των Remainers έχασε το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016, αλλά ήταν επίσης και ο βασικός παράγοντας, που οδήγησε στην καταστροφικά αδύνατη εφαρμογή της διαδικασίας αποχώρησης από την ΕΕ υπό τις συντηρητικές κυβερνήσεις υπό την Τερέζα Μέι και τον Μπόρις Τζόνσον.

Οι διάδοχοί τους, Λίζ Τρας και Ρίσι Σούνακ δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν κανένα από τα θετικά αποτελέσματα του Brexit για την βρετανική κοινωνία που είχαν υποσχεθεί οι οπαδοί του περιβόητου διαζυγίου το 2016. Και τώρα ο Κιρ Στάρμερ και άλλοι ηγέτες του Εργατικού Κόμματος, που όλα δείχνουν ότι θα αναλάβουν την εξουσία μετά τις εκλογές το 2024, μοιάζουν να έχουν παραλύσει από το μέγεθος των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν στον απόηχο των μακροχρόνιων θεσμικών πειραματισμών, της οικονομικής υποαπόδοσης και της ρήξης των εδραιωμένων σχέσεων με τους ευρωπαίους εταίρους.

Αντιμέτωποι με τις ίδιες μη ρεαλιστικές προσδοκίες από το αξίωμα του πρωθυπουργού, που κατέστρεψαν τις καριέρες του Μπόρις Τζόνσον, της Τερέζα Μέι και του Ντέιβιντ Κάμερον, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα και ο Κιρ Στάρμερ να ανατραπεί από τις αντιδράσεις των ψηφοφόρων στην περίπτωση που δεν συμμετάσχει σε πιο σκληρή και ειλικρινή συζήτηση μαζί τους για τα πραγματικά πολλά που απαιτούνται για τη σταθεροποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου και της συνταγματικής του τάξης μετά από δεκαετίες αναταραχής.

Η επικοινωνία με το κοιν,ό με τρόπο που να ξέρει πόσο χρόνο μπορεί να χρειαστούν ορισμένες μεταρρυθμίσεις και επενδυτικές αποφάσεις για να έχουν αποτελέσματα, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα πως μια κυβέρνηση των Εργατικών θα μπορούσε να κάνει την πολυπόθητη αλλαγή, θα ήταν το δίχως άλλο μια πιο ώριμη προσέγγιση από την σκληρή άμυνα και την έλλειψη στρατηγικής φαντασίας που «παίζει» για την ώρα η ηγεσία των Εργατικών.

Διαφορετικές κρίσεις κράτους

Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί σχολιαστές εξακολουθούν να δίνουν έμφαση στους επιφανειακούς παραλληλισμούς μεταξύ και της ανόδου του Τραμπ και του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016, σημαίνει ότι οι βαθιές θεσμικές διαφορές μεταξύ των δύο κοινωνιών έχουν αγνοηθεί επί μακρόν από τις πολιτικές αναλύσεις και τη δημόσια συζήτηση.

Αντί να είναι αποκλειστικά προϊόν μιας παγκόσμιας λαϊκιστικής αντίδρασης ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, από πολλές απόψεις τόσο το Brexit όσο και ο Τραμπισμός είναι συμπτώματα διαφορετικών κρίσεων του κράτους σε σχέση με τις αντίστοιχες συνταγματικής τάξεις από τις οποίες αναδύθηκαν.

Παρότι οι συγκριτικές μελέτες έχουν ουσία, πρέπει να βασίζονται σε καλή γνώση των οικονομικών και θεσμικών αντιθέσεων μεταξύ των κοινωνιών όσο και των ομοιοτήτων τους, γιατί στη διαφορετική περίπτωση επιτείνουν τη σύγχυση και το χάος, καταλήγει ο Κλάρκσον.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network