MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Διεθνής Τύπος: Σε πόλεμο φθοράς για γερές αντοχές μετεξελίσσεται η ιστορική σύγκρουση στην Ουκρανία

Advertisement

Sponsored by exness

Το μήνυμα ότι οι δημοκρατίες και οι οικονομίες του αναπτυγμένου κόσμου χρειάζονται προσεκτικά βήματα το επόμενο διάστημα, για να διατηρήσουν το πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας που εξασφαλίστηκε στη σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, εξέπεμψε την προηγούμενη εβδομάδα ο ξένος Τύπος.

Σύμφωνα με τους ξένους αναλυτές, περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, ο πόλεμος στην Ουκρανία μετεξελίσσεται σε μια ιστορική αναμέτρηση για γερές αντοχές. Σε τελική ανάλυση, στο τέλος αυτής της αναμέτρησης ήττα θα δεχθεί η πλευρά που θα υποστεί την μεγαλύτερη φθορά.

Advertisement

Σύμφωνα με το διεθνή και κινεζικό Τύπο, παρά τα συσσωρευμένα προβλήματα, στις κινεζοαμερικανικές σχέσεις ακόμη υπάρχουν περιθώρια για συνέχιση του διαλόγου και προ πάντως των κερδοφόρων και για τις δυο υπερδυνάμεις οικονομικών σχέσεων.

«Ο πόλεμος στην Ουκρανία θυμίζει τα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου»

Σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στη βρετανική οικονομική εφημερίδα «Financial Times» στις 21 Ιανουαρίου, με τίτλο «Οι δημοκρατίες του κόσμου πρέπει να μείνουν ενωμένες» ο Gideon Rachman υπογράμμισε τα εξής: «Το 2022, από κάτι κακό βγήκε κάτι καλό. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε σε μια αξιοσημείωτη επίδειξη ενότητας και αποφασιστικότητας από τον δημοκρατικό κόσμο. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς και η Αυστραλία επέβαλαν πρωτοφανείς οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία. Στην Ουκρανία δόθηκαν δισεκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης. Στην Ευρώπη, η Γερμανία υποσχέθηκε να προβεί σε ιστορικές αλλαγές στις αμυντικές και ενεργειακές πολιτικές της. Η Φινλανδία και η Σουηδία ζήτησαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Η εχθρότητα της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν και η ανακοίνωσή της για μια εταιρική σχέση “χωρίς όρια” με τη Ρωσία προκάλεσαν επίσης αντιδράσεις στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ιαπωνία ανακοίνωσε σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Οι Φιλιππίνες σύσφιξαν τους δεσμούς τους με την Αμερική. Τα κράτη της Τετράδας – Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία και ΗΠΑ – πραγματοποίησαν σύνοδο κορυφής. Οι δημοκρατίες στην Ευρώπη και την Ασία άρχισαν επίσης να συνεργάζονται στενότερα. Για πρώτη φορά, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία συμμετείχαν σε σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ». «Φέτος, θα είναι αρκετά πιο δύσκολο να διατηρηθεί η ενότητα των προηγμένων δημοκρατιών. (Και αυτό διότι) αναδύονται σοβαρές εντάσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της. Στην Ευρώπη, τα βασικά ζητήματα είναι τόσο στρατηγικά όσο και οικονομικά» καταλήγει ο αρθρογράφος, ο οποίος προσθέτει επίσης, τα εξής: «Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ πρέπει να συμφωνήσουν σε μια κοινή θέση σχετικά με τις προμήθειες όπλων στην Ουκρανία – και μάλιστα γρήγορα, πριν ενταθούν οι μάχες την άνοιξη. Η ενότητα μεταξύ των δημοκρατικών συμμάχων που επιτεύχθηκε το 2022 ήταν πολύτιμη. Δεν πρέπει να χαθεί το 2023».

Η αργεντινή εφημερίδα «La Prensa» στις 22 Ιανουαρίου φιλοξένησε την ανάλυση του Gabriel Camilli με τίτλο «11 μήνες και… μια τελευταία ώθηση;», στην οποία ξεχώρισαν τα εξής: «Ο πόλεμος σπέρνει τον όλεθρο στην Ουκρανία μετά από αυτούς τους έντεκα μήνες. Οι Ρώσοι έχουν αναγνωρίσει και εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι οι πύραυλοι, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και άλλα όπλα μεγάλου βεληνεκούς μπορούν να πλήξουν την αχίλλειο πτέρνα των Ουκρανών: τις κρίσιμες υποδομές πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Το οπλοστάσιο της Ρωσίας αποδεικνύεται άφθονο. Αυτό σημαίνει: ενώ, παραδόξως, η ουκρανική πλευρά έχει κάποιες επιτυχίες σε επιχειρησιακό επίπεδο, αυτές αμφισβητούνται από την ρωσική πλευρά σε στρατηγικό επίπεδο. Η ρωσική πλευρά συνεχίζει να προσπαθεί να επιτεθεί στις κρίσιμες υποδομές, δηλαδή στον ενεργειακό εφοδιασμό (και είναι πολύ επιτυχής εκεί). Οι συνέπειες είναι συνεχείς διακοπές και μπλακάουτ που οδηγούν στην κατάρρευση του επηρεαζόμενου δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ρωσικές ενέργειες, πιστεύουμε ότι προετοιμάζουν τις συνθήκες για μελλοντικές επιχειρήσεις». Στη συνέχεια της ανάλυσης αναφέρονται και τα εξής: «Πώς πάει ο πόλεμος; Είναι σαφές ότι αν η Ουκρανία θέλει να προχωρήσει περαιτέρω στην επίθεση, θα χρειαστεί πολύ περισσότερο βαρύ πολεμικό εξοπλισμό (άρματα μάχης, πυροβολικό και αντιαεροπορική άμυνα) από ό,τι έχει υποσχεθεί μέχρι στιγμής η Δύση να παραδώσει. (Σε κάθε περίπτωση οι τελευταίες εξελίξεις) θυμίζουν τα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι “καταστροφικά και για τις δύο πλευρές”. Στο τέλος, όλα θα εξαρτηθούν από το ποια από τις δύο χώρες θα έχει την αντοχή και τη δύναμη να παραμείνει (όρθια). Αυτός ο πόλεμος θα διαρκέσει. Και δεν θα πρέπει να κοιτάμε μόνο την Ουκρανία ή τη Ρωσία, αλλά να λάβουμε υπόψη μας τις δυνάμεις στο παρασκήνιο».

Ενώ συνεχίζονται οι μάχες στην Ουκρανία, το βρετανικό περιοδικό «Economist» την προηγούμενη εβδομάδα εστίασε στα οικονομικής υφής προβλήματα που πυροδοτεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο αναβρασμός στο διεθνές σκηνικό. Σε ανάλυση με τίτλο «Θα μπορούσε ο κόσμος να αποφύγει πραγματικά την ύφεση;» που ήταν δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του περιοδικού στις 27 Ιανουαρίου, το βρετανικό περιοδικό ανέφερε τα εξής: «Πέρυσι οι αγορές πέρασαν μια τρομερή περίοδο. Μέχρι στιγμής το 2023 φαίνεται διαφορετικό. Πολλοί δείκτες, όπως ο Euro Stoxx 600, ο Hang Seng του Χονγκ Κονγκ και ένα ευρύ μέτρο των τιμών των μετοχών των αναδυόμενων αγορών, έχουν δει το καλύτερο ξεκίνημα του έτους εδώ και δεκαετίες. Πλέον η αισιοδοξία επανέρχεται. Οι προβλέψεις ανταποκρίνονται εν μέρει στα οικονομικά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο. Παρά τις συζητήσεις περί παγκόσμιας ύφεσης τουλάχιστον από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι οικονομίες άντεξαν καλύτερα από ό,τι αναμενόταν. Οι αγορές εργασίας φαίνεται επίσης να αντέχουν». Στη συνέχεια της ανάλυσης ξεχωρίζουν και τα εξής: «Οι επενδυτές δίνουν προσοχή στις αγορές εργασίας, αλλά αυτό που τους ενδιαφέρει πραγματικά αυτή τη στιγμή είναι ο πληθωρισμός. Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε αν η απειλή έχει περάσει. Στον πλούσιο κόσμο ο “πυρήνας” του πληθωρισμού, ένα μέτρο της υποκείμενης πίεσης, εξακολουθεί να είναι 5-6% σε ετήσια βάση, πολύ υψηλότερος από ό,τι θα ήθελαν οι κεντρικές τράπεζες. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν επιδεινώνεται πλέον. Δύο παράγοντες εξηγούν γιατί η παγκόσμια οικονομία αντέχει: οι τιμές της ενέργειας και τα οικονομικά του ιδιωτικού τομέα. Πέρυσι το κόστος των καυσίμων στον πλούσιο κόσμο αυξήθηκε κατά πολύ πάνω από 20% -και κατά 60% ή και περισσότερο σε τμήματα της Ευρώπης. Οι οικονομολόγοι ανέμεναν ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές το 2023, συνθλίβοντας τομείς έντασης ενέργειας, όπως η βαριά βιομηχανία. Και στις δύο περιπτώσεις έκαναν λάθος. Βοηθούμενες από τον ασυνήθιστα ζεστό καιρό, οι εταιρείες αποδείχθηκαν απροσδόκητα ευέλικτες όσον αφορά την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους. Η ευρωστία των οικονομικών του ιδιωτικού τομέα έχει επίσης κάνει τη διαφορά. Η καλύτερη εκτίμησή μας είναι ότι οι G7 εξακολουθούν να έχουν “πλεονάζουσες” αποταμιεύσεις ύψους περίπου 3 τρισ. δολαρίων (ή περίπου 10% των ετήσιων καταναλωτικών δαπανών), οι οποίες συσσωρεύτηκαν μέσω ενός συνδυασμού κινήτρων για την πανδημία και χαμηλότερων δαπανών το 2020-21. Κατά συνέπεια, οι δαπάνες τους σήμερα είναι ανθεκτικές. Μπορούν να αντέξουν υψηλότερες τιμές και το υψηλότερο κόστος πίστωσης. Οι επιχειρήσεις, εν τω μεταξύ, εξακολουθούν να κάθονται πάνω σε μεγάλα χρηματικά διαθέσιμα. Μπορούν τα στοιχεία να συνεχίσουν να ξεπερνούν τις προσδοκίες; Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η μεγαλύτερη επιβάρυνση της οικονομικής ανάπτυξης από την αυστηρότερη νομισματική πολιτική εμφανίζεται μετά από περίπου εννέα μήνες. Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συνθήκες άρχισαν να συσφίγγονται σοβαρά πριν από εννέα μήνες περίπου. Αν η θεωρία ισχύει, τότε πριν από λίγο καιρό η οικονομία θα μπορούσε να πατήσει και πάλι σε πιο ασφαλή πόδια, ακόμη και όταν τα υψηλότερα επιτόκια αρχίζουν να τρώνε τον πληθωρισμό. Η Κίνα είναι ένας άλλος λόγος για να είμαστε αισιόδοξοι. Παρόλο που η απόσυρση των εγχώριων περιορισμών του Covid-19 επιβράδυνε την οικονομία τον Δεκέμβριο, καθώς οι άνθρωποι κρύβονταν από τον ιό, η εγκατάλειψη του “μηδενικού covid” θα αυξήσει τελικά τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι μετεωρολόγοι αναμένουν επίσης να συνεχιστεί ο ζεστός καιρός σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. (Παρά τα θετικά μηνύματα ωστόσο) μια οικονομία στα πρόθυρα της ύφεσης (εξακολουθεί να) είναι απρόβλεπτη. Μόλις οι άνθρωποι αρχίσουν να χάνουν τις δουλειές τους και να μειώνουν τις δαπάνες τους, η πρόβλεψη του βάθους μιας ύφεσης καθίσταται αδύνατη».

Εστιάζοντας στις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία, η γαλλική «Le Temps», στις 23 Ιανουαρίου δημοσίευσε το άρθρο του Frédéric Koller με τίτλο «Παράδοση των αρμάτων Leopard: γερμανική ευθύνη», στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Η Γερμανία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας απόφασης που θα μεταμορφώσει το καθεστώς της ως κομβικό κράτος στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε λίγες εβδομάδες ή μήνες τα γερμανικής κατασκευής άρματα μάχης Leopard θα ενισχύσουν τη στρατιωτική ικανότητα του Κιέβου. Το Βερολίνο θα βρεθεί τότε όχι μόνο στη θέση ενός οικονομικού και πολιτικού βαρίδιου στην ήπειρο, που ήδη είναι, αλλά και de facto ως κυρίαρχος παίκτης στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, έναν ρόλο που είχε απαγορεύσει στον εαυτό του να παίξει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω του εγκληματικού του παρελθόντος. Ας μην κάνουμε κανένα λάθος. Η παράδοση αυτών των αρμάτων στο Κίεβο σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στον πόλεμο. Οι σύμμαχοι της Ουκρανίας θα υπερβούν μια κόκκινη γραμμή που προηγουμένως τηρούσαν σχολαστικά: να μην προμηθεύουν επιθετικά όπλα. Εφοδιάζοντας την Ουκρανία με αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία αναλαμβάνει ένα ρίσκο, αυτό της συμμετοχής σε μια εντατικοποιημένη σύγκρουση. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι βέβαιο: αν υπάρξει κλιμάκωση, γι’ αυτό φταίει αποκλειστικά ο επιτιθέμενος στην Ουκρανία – και μέσω αυτής στην ευρωπαϊκή ήπειρο – δηλαδή η Ρωσία».

Για το ίδιο ζήτημα, σε ανάλυση με τίτλο «Η Γερμανία θέλει να στείλει άρματα μάχης Leopard 2 στην Ουκρανία», η γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt» στις 24 Ιανουαρίου μετέδωσε τα εξής: «Ο καγκελάριος Olaf Scholz (SPD) θέλει να παραδώσει άρματα μάχης Leopard 2 στην Ουκρανία. Σύμφωνα με την Handelsblatt, η απόφαση ελήφθη την Τρίτη. Η Ουκρανία ζητά εδώ και μήνες άρματα μάχης δυτικής σχεδίασης. Την Τρίτη, η Βαρσοβία υπέβαλλε επίσημη αίτηση στη γερμανική κυβέρνηση για παράδοση γερμανικής κατασκευής αρμάτων μάχης Leopard στην Ουκρανία – θέτοντας έτσι το Βερολίνο υπό συγκεκριμένη πίεση να δράσει. Η κυβέρνηση της Βαρσοβίας είχε καταστήσει σαφές ότι θα προμήθευε άρματα μάχης Leopard χωρίς τη γερμανική έγκριση, εάν ήταν απαραίτητο, και ότι θα άρχιζε να εκπαιδεύει Ουκρανούς στρατιώτες σε αυτά. (Την ίδια ώρα) ο Λευκός Οίκος δεν διέψευσε τις πληροφορίες ότι οι ΗΠΑ θα παράσχουν τελικά άρματα μάχης Abrams. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σύμφωνα με τη στάση των αρμόδιων αμερικανικών υπουργείων, εισέρχεται σε αποφασιστική φάση. Η Γερμανία θα μπορούσε να δράσει ταχύτερα και να δείξει το δρόμο. Ως χώρα κατασκευής, η Γερμανία διαδραματίζει βασικό ρόλο στο ζήτημα του εφοδιασμού των Leopard. Όταν στρατιωτικός εξοπλισμός πωλείται σε άλλες χώρες, οι λεγόμενες ρήτρες τελικής χρήσης ενσωματώνονται πάντα στις συμβάσεις. Οι ρήτρες αυτές προβλέπουν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της για οποιαδήποτε μεταφορά σε τρίτες χώρες. (Τα) Leopard, σε συνδυασμό με τα οχήματα μάχης πεζικού και το πυροβολικό που επίσης πρόκειται να παραδοθούν, θα μπορούσε να επιτρέψουν στην Ουκρανία να εξαπολύσει αντεπιθέσεις ή να ανακαταλάβει εδάφη που κατέχει η Ρωσία».

«Ανάφλεξη» στο μέτωπο της Συρίας, ανατολίτικο παζάρι στον άξονα Άγκυρας-Ουάσιγκτον

Την ώρα που «έτρεχαν» νέες, σημαντικές εξελίξεις στην Ουκρανία και στην Ευρώπη, την προηγούμενη εβδομάδα, ο αραβικός και τουρκικός Τύπος επανεστίασαν στο «μέτωπο» της Συρίας και στις διαπραγματεύσεις στον άξονα Τουρκίας-ΗΠΑ.

Για το πρώτο θέμα, η λιβανέζικη εφημερίδα «Al Mayadeen» σε δημοσίευμα με τίτλο «Ρωσική Συμφιλίωση: Τρομοκράτες στην Ιντλίμπ προετοιμάζονται για δολιοφθορές και επιθέσεις κατά συριακών τοποθεσιών», στις 24 Ιανουαρίου μετέδωσε την πληροφορία ότι «Το Ρωσικό Κέντρο Συμφιλίωσης αναφέρει ότι οι τρομοκράτες στη ζώνη αποκλιμάκωσης της Ιντλίμπ ετοιμάζουν επιθέσεις στις θέσεις των συριακών δυνάμεων και του ρωσικού στρατού. Ο αναπληρωτής επικεφαλής του Ρωσικού Κέντρου Συμφιλίωσης μεταξύ των εμπόλεμων μερών στη Συρία, Oleg Egorov, επιβεβαίωσε την ετοιμότητα των τρομοκρατών στη ζώνη αποκλιμάκωσης στη συριακή επαρχία Ιντλίμπ να πραγματοποιήσουν πράξεις δολιοφθοράς και επιθέσεις σε τοποθεσίες. των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων και του ρωσικού στρατού». Στο δημοσίευμα ξεχώρισαν και τα εξής: «Το Ρωσικό Κέντρο Συμφιλίωσης (στη σχετική ανακοίνωση του) πρόσθεσε ότι στόχος των μαχητών είναι να προετοιμάσουν επιθέσεις στη Συρία, να κλιμακώσουν και να διαταράξουν την εφαρμογή των όρων των συμφωνιών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας για κατάπαυση του πυρός. Οι μαχητές σκοπεύουν να δημοσιεύσουν βίντεο κλιπ στα κοινωνικά δίκτυα, που δείχνουν την καταστροφή πολιτικών υποδομών, με στόχο να κατηγορήσουν τις ρωσικές και συριακές ένοπλες δυνάμεις ότι εξαπέλυσαν αδιάκριτα πλήγματα σε εδάφη που ελέγχονται από παράνομες ένοπλες ομάδες. (Το τελευταίο διάστημα) η οργάνωση Hay’at Tahrir al-Sham και οι συμμαχικές της φατρίες έχουν κλιμακώσει τον ρυθμό των επιθέσεών τους στα σημεία του συριακού στρατού στην Ιντλίμπ και την ύπαιθρο του Χαλεπίου και της Λατάκια, στέλνοντας το μήνυμα ότι απορρίπτουν τις τουρκικές προσπάθειες για επίτευξη πολιτικής διευθέτησης με Δαμάσκο».

Ενώ η προσπάθεια για έλεγχο της έντασης στο βόρειο κομμάτι της Συρίας δεχόταν νέα πλήγματα, στον άξονα Τουρκίας-ΗΠΑ, δυο χώρες που εμπλέκονται ενεργά στις κρίσεις στην Συρία και στην Ουκρανία, ξεκίνησαν εντατικές διαβουλεύσεις για σειρά σημαντικών θεμάτων. Για τη συγκεκριμένη εξέλιξη, το τουρκικό κέντρο στρατηγικών μελετών «Seta», στις 23 Ιανουαρίου δημοσίευσε την ανάλυση του Καντίρ Ουστούν («Η Επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ουάσιγκτον σε 5 ερωτήματα»), στην οποία ξεχώρισαν τα εξής: «Ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον στο πλαίσιο του “στρατηγικού μηχανισμού” που θεσπίστηκε από τη συνάντηση μεταξύ του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάϊντεν στη Ρώμη τον Οκτώβριο του 2021. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις βίωσαν αρκετές κρίσεις λόγω διαφωνιών και πολιτικών διαφορών σχετικά με τις περιφερειακές εξελίξεις και τα θέματα άμυνας. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Τζο Μπάιντεν, η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον προσπάθησε να παγώσει τις υπάρχουσες κρίσεις και να αποτρέψει νέες. Η απουσία (στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις) ενός συνεχούς θεσμικού στρατηγικού διαλόγου άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία του στρατηγικού μηχανισμού». Στην ανάλυση του Τούρκου ειδικού, στην οποία γίνεται ειδική αναφορά και στο νέο διάλογο στον άξονα Άγκυρας-Δαμασκού, τον οποίο δεν βλέπει με καλό μάτι η Ουάσιγκτον, ξεχώρισαν και τα εξής: «Οι πολιτικές της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον συμπίπτουν όσον αφορά τη στήριξη της Ουκρανίας και τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία είναι η κύρια διαφορά. Αυτή η διαφορά θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη όταν η Ουκρανία και η Ρωσία θα είναι έτοιμες για ειρηνευτικές συνομιλίες. Όσον αφορά τη διμερή αμυντική σχέση μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, η πώληση των F-16 βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας. Τα μέλη του Κογκρέσου είναι πιθανό να συνεχίσουν να θέτουν ερωτήματα σχετικά με τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Μπορεί να απαιτήσουν να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή πριν εγκρίνουν την πώληση των F-16. Είναι πιθανό ότι η καθυστέρηση της πώλησης θα μπορούσε να βλάψει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία».

Ο ασιατικός Τύπος

Η αγγλόφωνη εφημερίδα της Μαλαισίας «The Star» σε άρθρο γνώμης του Robert Delaney, που ήταν δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της εφημερίδας στις 27 Ιανουαρίου, με τίτλο «Παγκόσμιος αντίκτυπος: νέο προσωπικό και νέα προσέγγιση για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας το 2023», εστίασε στις κινεζοαμερικανικές σχέσεις αναφέροντας τα εξής: «Καθώς ο Τσιν Γκανγκ έφτανε στην Ουάσιγκτον ως (νέος) πρεσβευτής του Πεκίνου, πολλοί αναλυτές ανέμεναν έναν διπλωμάτη “λύκο-πολεμιστή”, ο οποίος πιθανότατα θα πυροδοτούσε περαιτέρω τις διμερείς εντάσεις. Ο Μπάιντεν, ο οποίος ξεκίνησε τη θητεία του με μια ομιλία για την εξωτερική πολιτική στην οποία προειδοποίησε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστούν για “μακροπρόθεσμο στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα”, διαιώνισε τους ισχυρισμούς ότι η Κίνα διαπράττει γενοκτονία στη Σιντζιάνγκ, καταργεί την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ και γελοιοποιεί τη δική της υπόσχεση να μην στρατιωτικοποιήσει φυλάκια στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Και όταν πολλοί αναλυτές πίστευαν ότι μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση ήταν ο μόνος τρόπος για να επιδεινωθεί η διμερής σχέση, το ταξίδι της τότε προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι, σε πείσμα των προειδοποιήσεων του Πεκίνου, φάνηκε να φέρνει τις δύο πλευρές στα πρόθυρα ενός τέτοιου σεναρίου. Ο Μπάιντεν φάνηκε, αρχικά, να προσπαθεί να αποθαρρύνει την Πελόζι, αλλά δεν ζήτησε συγγνώμη από το Πεκίνο. Σε αυτό που πολλοί αναλυτές αποκαλούν “έκπληξη του Οκτωβρίου”, η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε το τελευταίο από μια σειρά μέτρων που αποσκοπούν στο να σταματήσουν οι αποστολές τσιπ και τεχνολογίας κατασκευής τσιπ που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Κίνα για τη στρατιωτική της ανάπτυξη και την προσπάθειά της να κυριαρχήσει σε βασικές βιομηχανίες. Θα μπορούσαμε να περιμένουμε μια ρητορική πύρινη λαίλαπα από τον Κιν και τους συναδέλφους του, αλλά παρά τις δυσκολίες που δημιούργησαν αυτοί οι περιορισμοί για την Κίνα, η αντίδραση του Πεκίνου ήταν χλιαρή. Επίσης, δεν κατάφεραν να εκτροχιάσουν την κατ’ ιδίαν συνάντηση του Μπάιντεν με τον Σι στην Ινδονησία τον Νοέμβριο με τη συμφωνία ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν θα πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Κίνα».

Ο κ. Delaney προσθέτει και τα εξής: «Δεν υπάρχει σαφής εξήγηση για τη σχετική διμερή διπλωματική σταθερότητα απέναντι στην σκληρότερη γραμμή των ΗΠΑ κατά της Κίνας. Είναι πιθανό ότι οι διπλωμάτες στο Πεκίνο προσπαθούν να κερδίσουν πίσω φίλους μετά την αποτυχία του να καταδικάσει τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας».

Για το ίδιο θέμα, η αγγλόφωνη κινεζική εφημερίδα «People’s Daily», σε κύριο άρθρο που ήταν δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της στις 27 Ιανουαρίου με τίτλο «Ο κόσμος χρειάζεται τους δεσμούς Κίνας-ΗΠΑ να επανέλθουν σε (θετική) τροχιά το 2023», εξέπεμψε το εξής μήνυμα: «Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι η Κίνα καλωσορίζει την επικείμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν και βρίσκεται σε επικοινωνία με την αμερικανική πλευρά για συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Η σχέση Κίνας-ΗΠΑ, ως μία από τις σημαντικότερες διμερείς σχέσεις στον κόσμο, επηρεάζει την ευημερία των δύο χωρών και ολόκληρου του κόσμου. Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχει μια αυξανόμενη έκκληση κατά της συγκράτησης ή της αποσύνδεσης από την Κίνα και για σταθερές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Ο κόσμος βρίσκεται τώρα σε ένα σταυροδρόμι. Όταν βλέπουν και χειρίζονται τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, και οι δύο πλευρές θα πρέπει να βλέπουν τη συνολική εικόνα και όχι μόνο ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η πρόοδος της Κίνας ή η πρόοδος των Αμερικανών παρουσιάζει ευκαιρίες, αντί να θέτει προκλήσεις, η μία για την άλλη. Δυστυχώς, αυτή η κοινή λογική έχει εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια από ορισμένους πολιτικούς της Ουάσιγκτον, οι οποίοι ακούραστα δημιουργούν προβλήματα ή απειλούν να αποσυνδεθούν από την Κίνα, ρίχνοντας σύννεφο στις διμερείς σχέσεις. Η οικονομική και εμπορική συνεργασία αποτελεί το θεμέλιο των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ. Οι διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις βασίζονται στο αμοιβαίο όφελος και όχι σε παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος. Παρά την παρατεταμένη πανδημία και τη μη συνεργάσιμη Ουάσιγκτον, το εμπόριο Κίνας-ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 20,2% σε ετήσια βάση σε 4,88 τρισεκατομμύρια γουάν (719 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) το 2021. Κατά τους πρώτους 11 μήνες του 2022, η αξία του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 4,62 τρισεκατομμύρια γιουάν (681 δισεκατομμύρια δολάρια), αυξημένη κατά 4,8% σε ετήσια βάση. Εν τω μεταξύ, η Κίνα παραμένει κορυφαία αγορά για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, των οποίων τα καθαρά οικονομικά μεγέθη καθορίζουν ότι οι υγιείς οικονομικοί και εμπορικοί δεσμοί Κίνας-ΗΠΑ είναι υψίστης σημασίας τόσο για τις ίδιες όσο και για τον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα έχουν να κερδίσουν από τη συνεργασία και να χάσουν από την αντιπαράθεση. Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για να αναπτυχθούν οι δύο χώρες ατομικά και συλλογικά. Ο κόσμος μοιράζεται την κοινή φιλοδοξία για μια υγιή σχέση Κίνας-ΗΠΑ και για ένα μέσο συνεννόησης που θα συμβάλλει στη διαρκή παγκόσμια ειρήνη και ευημερία».

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

Το ρωσικό πρακτορείο «Tass» στις 25 Ιανουαρίου δημοσίευσε ανάλυση με τίτλο «Ποιος επωφελείται από τους φιλοπόλεμους: Ποιος παρασύρει την ένοπλη σύγκρουση στην Ουκρανία και γιατί;», στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής: «Οι Αγγλοσάξονες θεωρούν ότι είναι προς συμφέρον τους να καταπολεμήσουν τη Ρωσία – όχι μόνο με τους εξοπλισμούς κάποιου άλλου, αλλά κυρίως με τα χέρια κάποιου άλλου, “μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό”. Ο όρος “proxy” αρχικά σήμαινε μεσάζων ή πληρεξούσιος. Ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων είναι ακριβώς ο πόλεμος με ξένα χέρια- ένα κλασικό παράδειγμα από το πρόσφατο παρελθόν είναι η οργάνωση από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες της ένοπλης αντίστασης στις σοβιετικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν την περίοδο 1979-1989. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται τώρα για να περιγράψει τα γεγονότα στην Ουκρανία. (Άλλωστε) δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη να βρεθούν αποδείξεις για ανάμειξη των ΗΠΑ στα γεγονότα στην Ουρανία. Αρκεί να υπενθυμίσουμε την επίσημη δήλωση του σημερινού επικεφαλής του Πενταγώνου σχετικά με τους στόχους της Ουάσιγκτον στην αντιπαράθεση με τη Μόσχα. Ξεκίνησε με την κοινότοπη θέση της υποστήριξης της “κυριαρχίας” της Ουκρανίας, αλλά στη συνέχεια πρόσθεσε: “Θέλουμε να δούμε τη Ρωσία να αποδυναμώνεται”. Η (συγκεκριμένη) τοποθέτηση ήρθε σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Πίσω στο 2019, το RAND Cooperation, ένα κέντρο στρατηγικών ερευνών που χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και εργάζεται σε μεγάλο βαθμό κατόπιν αιτημάτων του Πενταγώνου, δημοσίευσε μια έκθεση για το πώς θα “αποσταθεροποιηθεί” η Ρωσία. Μία από τις βασικές στρατηγικές αφορούσε την παροχή βοήθειες στην Ουκρανία».

Σε άρθρο γνώμης με τίτλο «Οι σωσίες του Πούτιν. Θα υπάρξει ένας νέος “απατεώνας” στη Ρωσία;», το οποίο δημοσιεύτηκε στις 26 Ιανουαρίου στην ουκρανική εφημερίδα «Gazeta», ο Volodymyr Fesenko πρόβαλλε τα εξής: «Ο ευκολόπιστος (ρωσικός) λαός, ο οποίος αποδέχεται πρόθυμα όλες τις ανοησίες θα αποδεχόταν επίσης ευκολόπιστα την κούκλα-υποκατάστατο του Πούτιν. Ο πρόεδρος Volodymyr Zelenskyy μίλησε πρόσφατα γι’ αυτό το ζήτημα με μεγάλο σαρκασμό: “Δεν καταλαβαίνω αν είναι ζωντανός ή αν παίρνει αποφάσεις. Ή κάποιος άλλος παίρνει τις αποφάσεις. Δεν έχω αυτές τις πληροφορίες”. Στην ίδια τη Ρωσία εκφράζουν επίσης ειρωνική αμφιβολία για το αν χρησιμοποιούν τα ομοιώματα του Ρώσου Προέδρου ή όχι; Εξάλλου, η επικοινωνία του Πούτιν, ακόμη και με τις ελίτ, έχει περιοριστεί στο ελάχιστο. Τι τους νοιάζει (άλλωστε τους Ρώσους); Χρειάζονται ένα σύμβολο. Ο φετιχισμός του Πούτιν στη Ρωσία έχει ήδη φτάσει στο σημείο της τρέλας».

Πηγή: ΚΥΠΕ

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network