MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Πρόεδρος Θεολόγων στη CT: Η διαδοχή και η πιο μεγάλη πρόκληση για τον νέο αρχιεπίσκοπο

Advertisement

Sponsored by exness

Η πιο μεγάλη πρόκληση για τον νέο Αρχιεπίσκοπο είναι να εμπεδώσει την αίσθηση ότι η Εκκλησία, αποτελεί μια ζωντανή παρουσία και με ανοικτές αγκάλες σε όλους και μάλιστα χωρίς προϋποθέσεις, δηλώνει στη Cyprus Times ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Θεολόγων ΟΕΛΜΕΚ, Χριστάκης Ευσταθίου. Σε συνέντευξη με την ευκαιρία της διαδικασίας διαδοχής του μακαριστού προκαθήμενου της Εκκλησίας της Κύπρου, ο κ. Ευσταθίου σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το θέμα της διαδοχής και αναφέρεται στο σύγχρονο ρόλο και λόγο της ιεραρχίας. «H Σύνοδος εκπροσωπεί τον λαό και οι όποιες αποφάσεις της έχουν εκκλησιολογική και όχι προσωπολατρική βάση» δηλώνει.

Πώς βρίσκει την Εκκλησία της Κύπρου η επόμενη μέρα της εκδημίας του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’;

Advertisement

Είναι όντως δύσκολη από πολλές απόψεις η επόμενη μέρα. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αφού πέραν των γνωστών ζητημάτων που σοβούσαν και σοβούν στον χώρο, όπως οι διαφωνίες και οι διαμάχες που είχαν προκύψει στο Ουκρανικό, με το θέμα της «αυτοκεφαλίας», αλλά και γενικότερα το κεφαλαιώδες θέμα της παρουσίας της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο με τα προβλήματα που τον ταλανίζουν, αναπόφευκτα βγαίνει στο προσκήνιο, με επίσημο πλέον τρόπο, η κούρσα της διαδοχής. Μιλώ για κούρσα γιατί αυτό τον χαρακτήρα προσέλαβε αλλά και είχε πολύ πριν την εκδημία του Χρυσοστόμου Β΄. Βέβαια, η βαθύτερη γνώση της μακραίωνης ιστορίας της Εκκλησίας της Κύπρου, βεβαιώνει ότι τα κύματα μέσα από τα οποία έπλεε το σκάφος της Εκκλησίας ήταν μύρια και εξελίσσονταν ενίοτε μέχρι και σε τσουνάμι, που υψωνόταν και απειλούσε την ίδια την ενότητά της. Αυτός είναι και ο χαρακτήρας της, να περνά μέσα από τα δύσκολα, από τις όποιες συμπληγάδες. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι μέσα από τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες ή και τα πάθη που εμφωλεύουν και που εξάπτονται κάθε φορά με διάφορες αφορμές, να επικρατεί το βαθύτερο ύφος και ήθος της Εκκλησίας, στο οποίο δεν μπορεί να εμφιλοχωρεί ό,τιδήποτε άλλο εκτός από το πνεύμα της αγάπης, της ενότητας, της συνδιαλλαγής, μα προπάντων της φιλαλληλίας και της φιλανθρωπίας. Οι όποιες προσωπικές ή άλλες φιλοδοξίες υποχωρούν μπροστά από αυτά τα κύρια χαρακτηριστικά, που στοιχειώνουν το βαθύτερο είναι της Εκκλησίας.

Η διαδικασία της διαδοχής στον αρχιεπισκοπικό θρόνο έχει αρχίσει επισήμως αλλά είναι κοινό μυστικό ότι ουσιαστικά υπέβοσκε εδώ και καιρό.

Αυτό είναι αλήθεια. Εδώ και αρκετό καιρό εξελίσσονταν γεγονότα και καταστάσεις που πρόδιδαν ακριβώς αυτή την πραγματικότητα. Είναι κάτι που ενοχλούσε και τον τεθνεώτα Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, ο οποίος αρκετές φορές έσπευσε να υπενθυμίσει με νόημα: «δόξα τω Θεώ, είμαι ακόμα εν ζωή». Στην αντίληψη του κόσμου επικράτησε η εντύπωση ότι στήνονταν ενίοτε και σκηνικά μέχρι και συμμαχίες, άλλοτε «ιερές» και άλλοτε «ανίερες», που έτειναν να προεξοφλήσουν πολύ πρόωρα ακόμα και το ποιος θα ήταν ο διάδοχος. Τώρα που εισήλθαμε και επίσημα στην έναρξη της διαδικασίας της διαδοχής, είναι φυσικό να κορυφώνονται τα όποια προσκήνια και παρασκήνια, μια άκρατη σεναριολογία, με όσα καθημερινά παρακολουθούμε. Ο προεκλογικός χάρτης είναι τόσο ευμετάβλητος, αφού τα όποια δεδομένα και συσχετισμοί διαφοροποιούνται από τη μια στιγμή στην άλλη. Δηλαδή τίποτε δεν φαντάζει σίγουρο ή σταθερό. Το πιο βέβαιο στην περίπτωση είναι η αβεβαιότητα της έκβασης των πραγμάτων. Όταν μάλιστα οι μισοί στον αριθμό συνοδικοί εξέφρασαν επιθυμία να τρέξουν στην κούρσα της διαδοχής, όλα παραμένουν ανοικτά και πιθανά. Άλλωστε και το νέο εκλογικό σύστημα φαίνεται να είναι τόσο οικείο στο ενδεχόμενο να προκύψουν στην πορεία και μέχρι την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας, από μερικές μέχρι ολικές ανατροπές. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι τελευταία έχει διαμορφωθεί ένα τέτοιο προεκλογικό σκηνικό στις αρχιεπισκοπικές εκλογές που φάνηκε ικανό να επισκιάζει ακόμα και εκείνο των προεδρικών εκλογών, από άποψης ενδιαφέροντος των μέσων ενημέρωσης αλλά και του κόσμου, και να στήνονται μηχανισμοί και επιτελεία με ένα καθ’ όλα υποδειγματικό τρόπο.

Θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι δεν είναι αρνητικό να σπεύδουν αρχιερείς να ανέβουν στον θρόνο του Προκαθημένου, στο βαθμό που δεν τον αντικρίζουν ως θέση εξουσίας αλλά διακονίας και υπηρεσίας. Ως πρόκληση για υλοποίηση οραμάτων και σχεδιασμών. Δεν θα πρέπει όμως σε καμιά περίπτωση να διαλανθάνει της προσοχής ότι η εξουσία στην Εκκλησία εστιάζει στη δυνατότητα της διακονίας και όχι των οποιωνδήποτε άλλων φανταχτερών διακριτικών που βλέπουμε σήμερα. Ο Χριστός ζώνεται το λέντιο και πλένει τα πόδια των μαθητών του σε μια βαθιά συμβολική πράξη ταπείνωσης και αγάπης. Και υποδεικνύει ότι όποιος θέλει να είναι πρώτος πρέπει να είναι υπηρέτης των άλλων. Αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της εξουσίας μέσα στην Εκκλησία και αυτή είναι η αυθεντική γλώσσα της, η ταπείνωση και η αγάπη. Αυτό αφορά και τους πολιτειακούς άρχοντες, πόσο μάλλον ισχύει στον χώρο της Εκκλησίας, στον οποίο γκρεμίζονται τα οποιαδήποτε «πρωτεία», για να φανερώνεται το πνεύμα της πραγματικής κοινωνίας και της συναδέλφωσης. Σε καμιά περίπτωση της εξουσιαστικής επιβολής. Είναι ακριβώς αυτό το πνεύμα που θα πρέπει να φανερώνουν και να μαρτυρούν στον κόσμο, κυρίως σ’ αυτές τις διαδικασίες, επίσκοποι και αρχιερείς, αλλά και ο λαός. Αυτό όμως βλέπουμε και τώρα ν’ απέχει από μια εικόνα που εισπράττει ο κόσμος, μέσα από ενέργειες και παρενέργειες.

Εκτιμάτε ότι οι ιεράρχες θα βρουν ένα κοινώς αποδεκτό κώδικα ελάχιστης συνεννόησης και όλα θα κυλίσουν ομαλώς, ή ανησυχείτε ότι μπορεί να γίνουμε μάρτυρες αντιπαραθέσεων με απρόβλεπτες συνέπειες για την Εκκλησία;

Θέλω να ελπίζω ότι θα υπάρξει σεβασμός σ’ αυτό που όλοι φροντίζουν να λένε και να διαβεβαιώνουν. Ότι δηλαδή, εμφορούνται από το εκκλησιαστικό πνεύμα της αγάπης και της ταπείνωσης και στο τέλος το όποιο αποτέλεσμα – μόνο ένας απ’ όλους θα εκλεγεί – θα βρει την Εκκλησία ενωμένη και κυρίως έτοιμη να δώσει μια μαρτυρία που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει ο κόσμος. Είναι οι καιροί όντως δύσκολοι και οι προκλήσεις σε όλα τα επίπεδα -πνευματικά, κοινωνικά, εθνικά– τόσο μεγάλες, που δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να εμφιλοχωρήσουν τα οποιαδήποτε διχαστικά ζιζάνια και να προκύψουν όχι μόνο «ιερές» αλλά και «ανίερες» κόντρες, που θα λειτουργούσαν ανατρεπτικά στο ίδιο το είναι της Εκκλησίας. Είναι καταδικασμένοι θα έλεγα να βρουν αυτό τον κώδικα, στον οποίο αναφέρεστε, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εκτροπή. Σ’ αυτό το πεδίο ο λαός θα κρίνει πολλά και για την εκκλησιαστική ηγεσία του. Δεν θα μπορούσε να είχε τοποθετηθεί χαμηλότερα ο πήχης.

Με την προκήρυξη της διαδικασίας, η Ιερά Σύνοδος προχώρησε και σε κάποιες αλλαγές, πρακτικής υφής, όπως η ετοιμασία ψηφοδελτίων με φωτογραφίες, η υποβολή υποψηφιοτήτων. Ποιο είναι το σχόλιό σας;

Ήταν μια γεύση ανατροπής των πραγμάτων, ακόμα και από όσα προέβλεπε ο Καταστατικός Χάρτης. Το ότι δεν υπήρχαν υποψήφιοι, με όλα όσα αφορούν και το ψηφοδέλτιο, που προβλεπόταν να ήταν ένα σφραγισμένο λευκό χαρτί και μάλιστα χωρίς φωτογραφίες, ήταν κάτι που αποτελούσε ιδιομορφία στα εκλογικά της Εκκλησίας. Τόνιζε μάλιστα τον χαρακτήρα των εκλογών και ιδιαίτερα μια μεγάλη διαφορά με τις όποιες πολιτειακές διαδικασίες. Ο λαός δεν έχει μπροστά του υποψηφίους, αλλά εκφράζει ο ίδιος την βούλησή του για το ποιον θεωρεί άξιο για το οποιοδήποτε επισκοπικό αξίωμα. Αυτή η τροποποίηση που έγινε από την Ιερά Σύνοδο, αν και δεν φαίνεται ν’ αλλάζει τίποτε επί της ουσίας –εφόσον θα υπάρχει και κενό πεδίο για οποιαδήποτε άλλη επιλογή– ωστόσο το να παρελαύνουν φωτογραφικά τόσοι υποψήφιοι στα ψηφοδέλτια που θα δίδονται στα κέντρα που θα στηθούν, κάπου φαίνεται να εναρμονίζεται το όλο σύστημα με πολιτειακές πρακτικές και ν’ αναιρεί τους λόγους και την φιλοσοφία που είχαν επικρατήσει τόσους αιώνες στους Καταστατικούς Χάρτες. Ακόμα και η ρύθμιση για υποβολή υποψηφιοτήτων σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα, με την παρουσία καναλιών και δηλώσεων υποψηφίων υποθέτω, δίνει κάπου την αίσθηση ότι η Εκκλησία εναρμονίζεται πλήρως με ένα άλλο κλίμα στις εκλογικές διαδικασίες. Χαριτολογώντας θα έλεγα ότι με βάση αυτή τη λογική γιατί να μην στήνονταν και τα περιβόητα «debates». Στο μέλλον θα μπορούσε να το δούμε κι αυτό. Εν πάση όμως περιπτώσει, γνωρίζοντας ότι μόνο ένας Συνοδικός διαφώνησε σ’ αυτό, έχει τη δική του βάση και λογική.

Η διαδικασία του τριπρόσωπου ακολουθήθηκε για την εκλογή Μητροπολιτών, αλλά για πρώτη φορά υιοθετείται για την ανάδειξη του επικεφαλής της Εκκλησίας. Πώς την κρίνετε; Και πώς τη συγκρίνετε σε σχέση με την προηγούμενη διαδικασία;

Έχει τη δική του ιστορία το καίριας σημασίας ζήτημα που θίγετε. Σίγουρα κάποιος θα μπορούσε να το αντικρίσει από διάφορες όψεις και ανάλογα να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.  Ένα θέμα που από αιώνες εγείρεται στη ζωή της Εκκλησίας και μάλιστα από τα πρώτα στάδια της πορείας της στον κόσμο, είναι κατά πόσο πρέπει και σε ποιο βαθμό να συμμετέχει ο λαός στην διαδικασία εκλογής επισκόπων. Η Κύπρος μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις που διεξάγονταν συζητήσεις, αποτελούσε σημείο αναφοράς με τα όσα προέβλεπαν οι εκάστοτε Καταστατικοί Χάρτες για τη συμμετοχή του λαού. Στην Κύπρο, τόσο ο Καταστατικός Χάρτης του 1914 όσο και του 1980, διελάμβαναν τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή Ειδικών Αντιπροσώπων στην αρχή και Γενικών αργότερα, οι οποίοι μαζί με αριθμό οφφικιάλων και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, εξέλεγαν τους επισκόπους. Ωστόσο, κρίθηκε ότι με το καθεστώς αυτό ο ρόλος της Ιεράς Συνόδου ήταν υποβαθμισμένος και σε συνδυασμό με την όλη πολυπλοκότητα του συστήματος, οι όποιες εκτροπές ήταν έκδηλες. Εξελίσσονταν μάλιστα γνωστά παρατράγουδα που βιώσαμε και στο πρόσφατο παρελθόν. Η φιλοσοφία του νέου Καταστατικού με την πρόνοια για εκλογή του Τριπρόσωπου έγκειται στο ότι ο λαός ψηφίζει τον οποιοδήποτε πληροί τα απαιτούμενα προσόντα και η Ιερά Σύνοδος επιλέγει ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους που θα εξασφαλίσουν τα μεγαλύτερα ποσοστά.

Έτσι, σύμφωνα πάντα με το σκεπτικό αυτό, και ο λαός δεν θα παραγκωνίζεται και η εκλογή θα συνάδει με τους Ιερούς Κανόνες. Κατά τη γνώμη μου, η προηγούμενη διαδικασία ήταν όντως πολύπλοκη. Αλλά και τώρα θα πρέπει η Ιερά Σύνοδος με την τελική πράξη της, έχοντας μπροστά της το Τριπρόσωπο, ν’ αρθεί στο ύψος των ευθυνών της και σε καμιά περίπτωση να μην δώσει την εντύπωση ότι έκοψε και έραψε. Άλλωστε, η ίδια η Σύνοδος εκπροσωπεί τον λαό και οι όποιες αποφάσεις της έχουν εκκλησιολογική και όχι προσωπολατρική βάση. Είναι με λίγα λόγια η ώρα της μεγάλης ευθύνης αλλά και της κρίσης ως προς την αξιοπιστία προσώπων και θεσμών.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος εξελέγη το 2006 παρότι μειοψήφισε στις κάλπες των λαϊκών αλλά και των κληρικών.  Στην περίπτωση του τριπρόσωπου, μπορούμε και πάλιν να δούμε κάτι παρόμοιο, δηλαδή, να εκλεγεί με τις ψήφους της πλειοψηφίας των 16 Συνοδικών ένας υποψήφιος ο οποίος ίσως να μην προκρίνεται από την πλειοψηφία του λαού.

Η φιλοσοφία είναι ότι η Ιερά Σύνοδος στην απόλυτη ή απλή πλειοψηφία της μπορεί να εκλέξει οποιοδήποτε από το Τριπρόσωπο, χωρίς αυτό να είναι μεμπτό ή να θεωρείται εκτροπή με το σκεπτικό ότι παρακάμφθηκε η βούληση και η θέληση του λαού. Ωστόσο, το αισθητήριο του λαού είναι εκείνο που κρίνει και την οποιαδήποτε απόφαση της Συνόδου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που διαπιστώνει ότι εμφιλοχωρούν οι όποιες σκοπιμότητες ή προσωπικές συμπάθειες ή ακόμα και αντιπάθειες στην τελική επιλογή για τον νέο Προκαθήμενο. Άλλωστε, τα κριτήρια της Εκκλησίας δεν επιδέχονται οποιωνδήποτε εκπτώσεων στην αλήθεια της, η οποία θα πρέπει να είναι και η ασφαλής πυξίδα σε τέτοιους καιρούς.

Πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι ομαδοποιήσεις των ιεραρχών σε «αρχιεπισκοπικούς», σε «ρωσόφιλους», «αγιορείτες» κλπ;

Η Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος Οργανισμός. Ποτέ δεν έλειψαν και οι ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη, ακόμα και όλα όσα μπορούν να σκανδαλίζουν. Αρκεί να μελετήσει κάποιος την Εκκλησιαστική Ιστορία. Απ’ αυτή την άποψη η θεώρησή της ως «νοσοκομείου» ή και «θεραπευτηρίου», με κεφαλή της πάντα τον Χριστό, εξυπακούει ότι και αυτού του είδους οι διαχωρισμοί πάντοτε παρεισφρέαν και δεν έλειψαν ποτέ τα «ζιζάνια» που ριζοβολούν και ξεφυτρώνουν ακόμα και σε διαστάσεις σκανδάλων… Η επιθυμία του ποιμνίου της Εκκλησίας να έχει ποιμένες που να δίνουν πάντοτε το καλό παράδειγμα και ιδιαίτερα στην εποχή μας να λειτουργούν ως πρότυπα πράξης και ζωής, θα ήταν ό,τι πιο ευλογημένο. Δυστυχώς, όμως, βιώσαμε και βιώνουμε τη διάσταση και τέτοιων διαχωρισμών. Δεν θα λείψουν ποτέ αυτά τα «ζιζάνια», τα οποία ανάλογα με τους καιρούς προσλαμβάνουν διάφορες παραλλαγές. Πιστεύω, όμως, ότι στην Ιεραρχία της Εκκλησίας, είναι ευδιάκριτη σε αρκετές περιπτώσεις και η διάθεση για αυτοκριτική, αλλά και η συναίσθηση πόσο μπορεί να σκανδαλίζει ο συμβιβασμός με οποιεσδήποτε τέτοιες διασπαστικές τάσεις και κινήσεις. Πιστεύω ότι η Ιεραρχία μπορεί να συνειδητοποιήσει ή είναι υποχρεωμένη να κατανοήσει ότι η συντήρηση τέτοιων καταστάσεων, όσο κι αν προκύπτουν από εξελίξεις, κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν το ίδιο το εκκλησιαστικό γεγονός ως αυθεντική έκφραση σ’ όλο το φάσμα της ζωής.

Πόσο σημαντική είναι η θέση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου στην οικογένεια της Ορθοδοξίας; Και γιατί η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου κινεί το ενδιαφέρον πολλών εκκλησιαστικών αλλά και πολιτικών κέντρων, από την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, μέχρι την Εκκλησία της Ελλάδος και το Φανάρι;

Η Εκκλησία της Κύπρου από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση και στο βάθος της είναι αποστολική. Ο απόστολος Βαρνάβας, ο ιδρυτής και προστάτης της, «Κύπριος τω γένει», όπως σημειώνει ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων, είναι σημαίνων πρόσωπο στο έργο της διάδοσης και μεταλαμπάδευσης του Χριστιανισμού στην οικουμένη. Η Κύπρος πάντοτε αποτελούσε κομβικό σημείο στο στερέωμα του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου, αλλά είχε και πρωταγωνιστικό καθώς και παρεμβατικό ρόλο σε διαλόγους και συζητήσεις αλλά και σε δρώμενα και εξελίξεις, μάλιστα διεθνούς ενδιαφέροντος. Σε καμιά περίπτωση η παρουσία της δεν ήταν περιθωριακή ή και υποβαθμισμένη. Η αναγνώριση του ρόλου της στο παγκόσμιο σκηνικό επιβεβαιώθηκε και με όσα παρακολουθήσαμε μετά την εκδημία του Χρυσοστόμου του Β΄. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι τα εκκλησιαστικά δρώμενα είναι πολλές φορές συνυφασμένα και με τις όποιες πολιτικές εξελίξεις, τότε αντιλαμβάνεται κάποιος το μεγάλο ενδιαφέρον που εκδηλώνεται διεθνώς και για την εκλογή του νέου Προκαθημένου στην Κύπρο, αλλά και την τεράστια ευθύνη που ο ίδιος θα επωμιστεί.

Η απαξίωση των θεσμών από τους πολίτες, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις, δεν αφήνει ανεπηρέαστη την Εκκλησία. Ασπάζεστε τη διαπίστωση ότι κατά καιρούς οι Ιεράρχες δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και συνέβαλαν σε αυτή την στάση απαξίωσης;

Η γενικότερη απαξίωση που παρατηρείται απέναντι σε πρόσωπα και θεσμούς, για τους γνωστούς λόγους που εκτίθενται σε κάθε έρευνα που δημοσιοποιείται, δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεπηρέαστη την Εκκλησία. Είναι αλήθεια ότι και Ιεράρχες, με στάσεις, συμπεριφορές και ενέργειες, με διάφορες αφορμές, εξάπτουν αυτό το πνεύμα της αμφισβήτησης και της απαξίωσης. Είναι σημαντικό σ’ αυτή την περίπτωση και πολλές φορές το συνειδητοποιεί ο ίδιος ο κόσμος ότι είναι κι αυτοί άνθρωποι, με αδυναμίες και πάθη. Ωστόσο, στο βαθμό που ένας Ιεράρχης είναι συνειδητοποιημένος για την αποστολή και ευθύνη του και από την στιγμή που εκδηλώνεται αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον για άνοδο στην θέση του Προκαθημένου, δεν μπορεί παρά η παρουσία του να υποδηλώνει ότι είναι «φως του κόσμου» και «άλας της γης». Είναι μάλιστα και οι «καιροί χαλεποί» που η παρουσία φωτισμένων Ιεραρχών, είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία. Η όποια απαξίωση όμως κατά ένα αξιοπρόσεκτο τρόπο εκδηλώνεται όχι απέναντι στην ίδια την Εκκλησία, αλλά σε πρόσωπα. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι σε καιρούς αμφισβήτησης και απαξίωσης ο κόσμος την αγκαλιάζει ακόμα πιο πολύ και αναζητεί την παρηγορητική, την αγαπητική και την αγιαστική της παρουσία. Εκείνα που περιπίπτουν στην όποια απαξίωση είναι τα πρόσωπα και όχι η ίδια η Εκκλησία.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον νέο Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου;

Να εμπεδώσει την αίσθηση ότι η Εκκλησία, αποτελεί μια ζωντανή παρουσία και με ανοικτές αγκάλες σε όλους και μάλιστα απροϋπόθετα. Η Εκκλησία, με την ίδια την αλήθεια της, μπορεί να είναι ό,τι πιο σύγχρονο, ό,τι πιο προοδευτικό. Η χρεοκοπία του σύγχρονου κόσμου σ’ όλα τα επίπεδα, καθιστά ακόμα πιο επίκαιρη αυτή τη ζωντανή παρουσία της και ιδιαίτερα την ανάγκη να βρει τους κώδικες επικοινωνίας με τον κόσμο, με τον οποίο μπορεί να διαλέγεται σε όλα τα ζητήματα, χωρίς η ίδια να υποκύπτει στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης. Η γενικότερη αίσθηση που επικρατεί είναι ότι αν όχι χάσμα, υπάρχει μεγάλη απόσταση στο θέμα της επικοινωνίας με τα πρόσωπα και γενικότερα την κοινωνία και αυτό από μόνο του συνιστά μια μεγάλη πρόκληση. Όπως και το γεγονός ότι η  Εκκλησία στη βαθύτερη της διάσταση συνιστά υπέρβαση της θρησκείας, με όλους τους διαχωρισμούς που εμπεριέχει ο όρος αυτός. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Χριστός συγκρούστηκε με το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του.

Η θρησκεία εμπεριέχει το στοιχείο του ατομοκεντρικού γεγονότος και της θωράκισης του εγώ, στηριζόμενη σε μια ναρκισσιστική πολλές φορές πειθαρχία σε νομικίστικες περιεχομένου διατάξεις και αντιλήψεις. Περιορίζεται σε μια απλή ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης να γαντζωθεί σε μια υπερβατική ελπίδα που να συνιστά ξεπέρασμα της νομοτέλειας, να γίνεται το απίθανο δυνατό. Η Εκκλησία είναι η ψηλάφηση μιας βαθύτερης πραγματικότητας βγαλμένης μέσα από την προσωπική συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο. Είναι το ίδιο το μυστήριο της Σάρκωσης του Θεού που θα γιορτάσουμε και φέτος σε λίγες μέρες. Αναδεικνύει ένα νέο τρόπο ύπαρξης. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς. Ελεύθερος από την αναγκαιότητα της ιδιοτέλειας. Είναι αυτό, άλλωστε, που δηλώνει η ίδια η ονομασία της: κλήση σε μια αγαπητική σχέση και κοινωνία. Η Εκκλησία επομένως είναι ένα βαθύτερο γεγονός που πολλές φορές το καταπνίγει η αφθονία ενός μανιώδους κηρυγματικού λόγου που την εμφανίζει να διολισθαίνει σ’ ένα χρηστικό κοσμικό θεσμό, με την ανάδειξη περισσότερο μιας ηθικιστικής ωφελιμοθηρίας και χρησιμοθηρίας, μιας αβάστακτης καθηκοντολογίας, παρά ως μιας κοινωνίας, από τα σπλάχνα της οποίας αναδύεται ένα ξεχωριστό βίωμα και μια μοναδική εμπειρία ζωής. Το μεγαλείο της συνίσταται στο ότι αναδεικνύει την ζωή και ακυρώνει την τραγικότητα του θανάτου που σήμερα τόσο φοβίζει και τρομάζει τον άνθρωπο. Σε μια εποχή που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και διαφεντεύουν η κατάθλιψη και οι λογής ψυχοπλακώσεις και πολλοί συνάνθρωποι μας δοκιμάζονται τόσο σκληρά, καλείται να αρθρώσει λόγο πνευματικό, λόγο παρεμβατικό, λόγο παρηγορητικό, λόγο πραγματικής δύναμης και ελπίδας. Αυτή είναι η γλώσσα της Εκκλησίας, η μαρτυρία της. Εδώ έγκειται και η μεγάλη πρόκληση, χωρίς να ταυτίζεται ή να συσχηματίζεται, άλλωστε είναι διακριτοί οι ρόλοι με την Πολιτεία, να εμβολιάζει θεσμούς και ανθρώπους με το βαθύτερο πνεύμα της.  Αντίθετα, η μεγάλη πλάνη συνίσταται στην έκπτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σ’ ένα απλό σχήμα του κόσμου τούτου και τον συσχηματισμό της Εκκλησίας με την έννοια της κοσμικής εξουσίας, με όλα τα τραγελαφικά στην περίπτωση παρεπόμενα: διχασμοί, ίντρικες, φιλονικίες, φιλοδοξίες κ.α.

Σαν κατακλείδα, η πρόκληση της επόμενης μέρας, όποιος κι αν είναι ο Προκαθήμενος, είναι η δυνατότητα να δίνει τη μαρτυρία της η Εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο με αυθεντικούς κώδικες επικοινωνίας. Θα συνιστούσε ό,τι πιο επαναστατικό στο σήμερα.

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network