MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

21/3 αποφασίζεται αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση στη δίκη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας    

Advertisement

Sponsored by exness

Το Κακουργιοδικείο αποφασίζει στις 21/3 αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση στη δίκη της πρώην Λαϊκής Τράπεζας    

Advertisement

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας θα εκδώσει στις 21 Μαρτίου, στις 9 το πρωί, την ενδιάμεση απόφαση του για το κατά πόσον υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με την ποινική υπόθεση εναντίον τεσσάρων υψηλόβαθμων στελεχών της πρώην Λαϊκής Τράπεζας.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι ο Ευθύμιος Μπουλούτας, τότε Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου της Λαϊκής, ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Παναγιώτης Κουννής, ο μη εκτελεστικός Αντιπρόεδρος Νεοκλής Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκος Φόρος.

Οι κατηγορούμενοι  αντιμετωπίζουν από κοινού δύο κατηγορίες, η πρώτη για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη για το αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.

Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, χειραγώγησαν την αγορά. Δηλαδή, ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, διέδωσαν πληροφορίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο κοινό που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις. Δηλαδή, ενώ γνώριζαν ότι υπήρξε απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα (Marfin Egnatia Bank), η οποία ανερχόταν στα €330 εκ. τουλάχιστον, παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Κατηγορούνται, επίσης, ότι με την Marfin Popular Bank, μεταξύ 29 Νοεμβρίου του 2011 και 28 Φεβρουαρίου του 2012, στη Λευκωσία, και ενώ ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, προέβησαν σε παραπλανητική ανακοίνωση. Δηλαδή, στις 29/11/11 δημοσιοποίησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου τη συνοπτική ενδιάμεση ενοποιημένη οικονομική κατάσταση για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011, αποκρύβοντας την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της εταιρείας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον.

Κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία, η Κατηγορούσα Αρχή και οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων κατέθεσαν τις γραπτές τους αγορεύσεις σε σχέση με το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, τις οποίες εξασφάλισε το ΚΥΠΕ και παρουσιάζει τις βασικές θέσεις της κάθε πλευράς. Η μεν Κατηγορούσα Αρχή  υποστηρίζει ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι ούτως ώστε να κληθούν σε απολογία, ενώ από την άλλη η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι δεν καταδείχθηκε  εκ πρώτης όψεως υπόθεση γι’ αυτό και οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να απαλλαγούν από τις εις βάρος τους κατηγορίες.

Η υπεράσπιση του Ευθύμιου Μπουλούτα και του Μάρκου Φόρου, στη γραπτή της αγόρευση προβαίνει σε δύο εισηγήσεις προς το Δικαστήριο: Η πρώτη  είναι ότι δεν καταδείχθηκε  εκ πρώτης όψεως υπόθεση συμφώνως του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και η  δεύτερη είναι ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της  αρχής του ηπιότερου νόμου με βάση την οποία το ποινικό δικαστήριο είναι υπόχρεο ν’ απαλλάξει τους δύο κατηγορούμενους.

Για την πρώτη κατηγορία, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων εισηγείται ότι ορισμός των χρηματοπιστωτικών μέσων στο άρθρο 4 του Νόμου 116(Ι)/2005 και στο άρθρο 3 της Οδηγίας 2003/6/ΕΟΚ δεν περιλαμβάνει την υπεραξία ούτε τους ενδιάμεσους μη ελεγμένους λογαριασμούς ενιαμήνου της εταιρείας, με αποτέλεσμα τη μη στοιχειοθέτηση της πρώτης κατηγορίας βάσει των λεπτομερειών αδικήματος.

«Ούτε η υπεραξία ούτε οι ενδιάμεσοι μη ελεγμένοι λογαριασμοί δεν συνιστούν χρηματοοικονομικό μέσο με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν στο άρθρο 20(1)(γ) του Νόμου 116(Ι)/2005. Βάσει τούτου οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να απαλλαγούν και αθωωθούν στην πρώτη κατηγορία», όπως αναφέρεται.

Η υπεράσπιση των κατηγορουμένων εισηγείται επίσης ότι «οι οικονομικές καταστάσεις είναι πληροφόρηση για την εταιρεία στη οποία αφορούν. Δεν είναι πληροφόρηση για το χρηματοοικονομικό μέσο της μετοχής της εν λόγω εταιρείας. Δεν έχει δοθεί καμιά απολύτως μαρτυρία που να δείχνει τον συσχετισμό της όποιας πληροφόρησης για την εταιρεία μέσω των οικονομικών καταστάσεων με τη συμπεριφορά ή τον επηρεασμό  του κοινού που δέχεται την εν λόγω πληροφόρηση σε σχέση με τις μετοχές της».

Για τον Μάρκο Φόρο, η υπεράσπιση αναφέρει ότι  «δεν υπάρχει καμία απολύτως μαρτυρία ότι κατά τον χρόνο δημοσιοποίησης των επίδικων λογαριασμών γνώριζε ότι υπήρχε απομείωση υπεραξίας ανερχόμενη στα 330 εκατομμύρια τουλάχιστον».

Εισηγείται ακόμη ότι δεν μπορεί βάσιμα να λεχθεί ή υποστηριχτεί από την μαρτυρία στην όψη της (χωρίς αξιολόγηση) ότι ο Ευθύμιος Μπουλούτας και γενικά οι κατηγορούμενοι κατά τον χρόνο δημοσιοποίησης των επίδικων οικονομικών καταστάσεων γνώριζαν ότι περιείχαν παραπλανητικές πληροφορίες.

Η υπεράσπιση των κατηγορουμένων ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου « ούτε ίχνος μαρτυρίας για πρόθεση διάπραξης αδικήματος και για επιδίωξη  προσπορισμού οφέλους ως  απαραίτητο συστατικό στοιχείο όλων των πράξεων χειραγώγησης»

Υποστηρίζει επίσης ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά για την οποία κατηγορούνται οι δύο κατηγορούμενοι «δεν αποτελεί πλέον ποινικό αδίκημα αφού τόσο η κατάρτιση όσο και η δημοσιοποίηση εννιαμηναίων αποτελεσμάτων δεν είναι πλέον υποχρεωτική και έτσι καμιά δίωξη δεν θα γινόταν και καμιά ποινή δεν θα επιβαλλόταν αν οι ισχυριζόμενες πράξεις και/ή παραλείψεις συντελούντο σήμερα».

Η υπεράσπιση του Νεοκλή Λυσάνδρου, στη δική της αγόρευση,  εισηγείται πως δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και εδράζει τη θέση της στο ότι από την αντικειμενική θεώρηση της ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρίας, χωρίς δηλαδή την ανάγκη να γίνει αξιολόγηση αυτής, «η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δεν στοιχειοθετείται, λόγω μη απόδειξης συστατικών στοιχείων και των δύο επίδικων κατηγοριών».

Η υπεράσπιση του κ. Λυσάνδρου υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ως προς το κατά πόσον οι δύο νόμοι  στους οποίους εδράζονται οι επίδικες κατηγορίες εφαρμόζονται στα επίδικα γεγονότα.

«Ακόμα και αν κριθεί πως οι δύο νόμοι στους οποίους εδράζονται οι επίδικες κατηγορίες εφαρμόζονται στο ΧΑΚ, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η Λαϊκή Τράπεζα ήταν εισηγμένη σε ρυθμιζόμενη αγορά του ΧΑΚ ή μαρτυρία ως προς τους εισηγμένους τίτλους αυτής», προστίθεται στην γραπτή αγόρευση της υπεράσπισης .

Σημειώνεται επίσης ότι το  Δικαστήριο «δεν έχει ενώπιον του στέρεη, μαρτυρία που να αφορά το σε ποια αγορά ήταν εισηγμένα χρηματοοικονομικά μέσα της Λαϊκής Τράπεζας και στο κατά πόσον η αγορά ήταν ρυθμιζόμενη ή όχι.  Ούτε ως προς το ποια ήταν τα χρηματοοικονομικά μέσα που ήταν εισηγμένα».

Υποστηρίζεται ακόμη ότι η επίδικη ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων  της εταιρείας για την περίοδο που έληξε στις 30.9.2011 δεν συνιστά διάδοση πληροφοριών οι οποίες δίνουν ή έχουν σκοπό να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις «σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα», ως απαιτεί το Άρθρο 20 (1) (γ) του Νόμου της Χειραγώγησης και πως η ανακοίνωση των επίδικων οικονομικών καταστάσεων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 40 του περί Διαφάνειας Νόμου.

«Ουδεμία μαρτυρία υπάρχει που να κατατείνει ότι ο Κατηγορούμενος 3 γνώριζε ότι υπήρχε απομείωση της υπεραξίας της ΜΕΒ ύψους τουλάχιστον 330 εκ. Ευρώ, ως οι λεπτομέρειες αδικήματος», καταλήγει η γραπτή αγόρευση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

Η υπεράσπιση του Παναγιώτη Κουννή στη γραπτή της αγόρευση υποστηρίζει, μεταξύ άλλων ότι «δεν έχει προσκομισθεί μαρτυρία για ένα από τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, δηλαδή την ύπαρξη γνώσης εκ μέρους του κατηγορουμένου».

Προβάλλει επίσης τη θέση ότι «δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτουργία και συνεργία, εφόσον απουσιάζει το στοιχείο της γνώσης και κατ’επέκταση της συνεννόησης μεταξύ των συγκατηγορουμένων για τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, αφού δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία για κοινό προσχεδίασμά για τη διάπραξη τους».
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους από το δικαστήριο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που εκδικάζει την υπόθεση, αποτελείται από την Πρόεδρό του, Έλενα Εφραίμ, τον Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή Νίκο Γερολέμου και την Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστή Στέλλα Χριστοδουλίδου – Μέσσιου.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network