Σχεδόν στα ψιλά πέρασε η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκαν τα διατάγματα δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του Ανδρέα Βγενόπουλου, δύο στενών συνεργατών του και της Marfin. Τα διατάγματα είχαν εκδοθεί το 2013 και η έφεση είχε καταχωριστεί το 2014… ενώ η απόφαση εκδόθηκε το 2023, ως απόδειξη της ταχύτητας με την οποία απονέμεται η δικαιοσύνη στην Κύπρο!
Του Μανώλη Καλατζή
Η απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου, ουσιαστικά αποτελεί το κερασάκι στη τούρτα και φυσική εξέλιξη της σκανδαλώδους διαχείρισης της υπόθεσης Βγενόπουλου – Marfin για μία δεκαετία. Υπόθεση την οποία πλήρωσε ακριβά η Κύπρος με κούρεμα, κατάρρευση της οικονομίας, μνημόνια, ανεργία κλπ. Δεν μπορεί επίσης κανείς να παραβλέψει ότι, για αυτή την πραγματική τραγωδία που οδήγησε την Κύπρο στη χρεοκοπία, ουδείς πλήρωσε, αφού οι πολυετείς, πολυεπίπεδες και πολυδάπανες έρευνες δεν κατέληξαν πουθενά, ή κατέληξαν στην αθώωση όλων των εμπλεκομένων, λόγω των κακών χειρισμών οι οποίοι έμειναν στο απυρόβλητο.
Υπάρχουν χρήματα;
Αυτό που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, είναι αν αυτά τα δισεκατομμύρια που «ξεπάγωσαν» με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπάρχουν. Η οικογένεια του Ανδρέα Βγενοπουλου το 2022 είχε αποφασίσει να συναινέσει σε εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων, ώστε να πληρωθούν οι πιστωτές και οι εκκρεμότητες που είχε αφήσει πριν τον θάνατο του και αν υπάρξει υπόλοιπο να κατανεμηθεί στους κληρονόμους του. Η διαδικασία της εκκαθάρισης δεν έχει ολοκληρωθεί και όπως αναφέρουν όλες οι πληροφορίες, δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία για να μοιραστούν.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε και τις θεωρίες συνωμοσίας που έφεραν τον Ανδρέα Βγενόπουλο, να έχει σκηνοθετήσει δήθεν τον θάνατο του για να διασώσει μια αμύθητη περιουσία η οποία θα χανόταν λόγω της εμπλοκής του σε σκάνδαλα. Μέχρι σήμερα το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως και ουδείς γνωρίζει αν τα περιουσιακά στοιχεία που ξεπάγωσαν με την απόφαση του Δικαστηρίου μπορούν να ρευστοποιηθούν.
Αυτό που δεν αμφισβητεί κανένας είναι ότι ο Ανδρέας Βγενόπουλος, είχε καταφέρει να διεισδύσει στο πολιτικό και το δικαστικό σύστημα, αφήνοντας πολλές σκιές και ερωτηματικά για το τρόπο με τον οποίο ενεργούσε φτιάχνοντας μια τεράστια οικονομική αυτοκρατορία.
Ο θάνατος του, εξέπληξε πολλούς, όταν το 2016 το ιδιωτικό νοσοκομείο «Υγεία», το οποίο άνηκε στον όμιλο της Marfin εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε: «Σήμερα Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016 στις 03:30 το πρωί απεβίωσε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου Ανδρέας Βγενόπουλος από καρδιακή ανακοπή». Ακολούθησε ανακοίνωση της MIG, η οποία ανέφερε: «Με βαθιά οδύνη το διοικητικό συμβούλιο της Marfin Investment Group (MIG) ενημερώθηκε για τον θάνατο του ιδρυτή του ομίλου Ανδρέα Βγενόπουλου, από καρδιακή ανακοπή. H κηδεία του, σύμφωνα με επιθυμία της οικογένειάς του, θα πραγματοποιηθεί σε στενό κλειστό οικογενειακό κύκλο».
Άφησε ανοικτές υποθέσεις
Ο Ανδρέας Βγενόπουλος, όσο βρισκοταν εν ζωή, ενεπλάκη σε δεκάδες υποθέσεις που δημιούργησαν υποψίες, ενδείξεις αλλά και αποδείξεις διαπλοκής. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έχει αποκαλυφθεί από τα όσα έγιναν γνωστά, απολάμβανε την προστασία μέρους του δικαστικού κατεστημένου της Ελλάδας, το οποίο προχωρούσε σε έρευνες-παρωδίες μετά από αυτοκαταγγελίες του ίδιου του Α. Βγενόπουλου, και έθετε όλες τις υποθέσεις στο αρχείο. Η τακτική αυτή προκάλεσε κρίση στην ελληνική δικαιοσύνη με επίκεντρο την εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη, η οποία αντιμετώπισε πειθαρχική δίωξη μετά από έρευνα που είχε διατάξει η πρόεδρος του Αρείου Πάγου και μετέπειτα υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου. Μετά τον θάνατο του Βγενόπουλου είχε αποκαλυφθεί με ηχητικό ντοκουμέντο, ότι η Βασιλική Θάνου, ενώ ήταν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου φερόταν να εκβίαζε τον Βγενόπουλο ζητώντας χρήματα για να μην εκδοθούν συνεργάτες του στην Κύπρο. Μάλιστα σύμφωνα πάντα με το ηχητικό ντοκουμέντο φερόταν να γίνεται αναφορά σε «βιβλία» και σε μέγεθος «βιβλιοθήκης». Δηλαδή πολλά χρήματα για τα οποία είχε χρησιμοποιηθεί ο χαρακτηρισμός «βιβλιοθήκη».
Ο Α. Βγενόπουλος είχε διωχθεί στην Ελλάδα για απιστία σε βαθμό κακουργήματος. Παράλληλα είχαν βγει από το αρχείο δύο αναφορές που είχε καταθέσει ο εισαγγελέας Εφετών Ιωάννης Αγγελής, όπου είχε καταγγείλει προσπάθεια παρέμβασης στο έργο του σχετικά με τους χειρισμούς του σε υποθέσεις του Α. Βγενόπουλου.
Οι δύο αναφορές είχαν τεθεί στο αρχείο στις 30 Ιουνίου 2016 από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μανώλη Ρασιδάκη.
Focus στην Κύπρο
Ο Ανδρέας Βγενόπουλος ήταν επίσης κατηγορούμενος και στην υπόθεση δωροδοκίας του πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χριστόδουλου Χριστοδούλου από την εταιρεία Focus του Μ. Ζολώτα. Παρά το ότι είχε ζητηθεί η φυσική παρουσία του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ώστε να επιτευχθεί η παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, ο Α. Βγενόπουλος είχε αρνηθεί να εμφανιστεί. Εναντίον του είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, το οποίο ανακλήθηκε μετά από σύσταση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, στο οποίο έχει προσφύγει η MIG διεκδικώντας τεράστιες αποζημιώσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία, τις οποίες δεν κέρδισε ποτέ.
Είναι γνωστό ότι η υπόθεση Focus που αφορούσε χρηματοδότηση του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, από τον Α. Βγενόπουλο μέσω της εταιρείας του Μ. Ζολώτα έκλεισε.
Επίσης για χρόνια ανακριτική ομάδα, υπό τον τέως Γενικό Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη που είχε συσταθεί, έκανε έρευνες για την κατάρρευση της οικονομίας εξετάζοντας τη δραστηριότητα του Α. Βγενόπουλου, χωρίς όμως να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα αφού με τον θάνατο του, η δίωξη έπαυσε να ισχύει. Αλλά και οι διώξεις κατά συνεργατών του κατέληξαν επίσης σε φιάσκο.
Τον είχαμε «χαρίσει» στην Ελλάδα
Και ενώ στην Κύπρο γινόντουσαν έρευνες για τις ευθύνες του Α. Βγενόπουλου στη κατάρρευση της οικονομίας και επίσης δίνονταν δαβεβαιώσεις ότι καταβάλλονται προσπάθειες για έκδοση του στην Κύπρο, φαίνεται πως είχε συμφωνηθεί το έργο αυτό να το επωμιστούν οι ελληνικές αρχές, παρά το ότι ήταν γνωστές οι διασυνδέσεις του με δικαστές και πολιτικούς.
Σε επιστολή του πρώην Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη ημερομηνίας 24 Φεβρουαρίου 2016 προς την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, μεταξύ άλλων, αναφερόταν: «Σε σχέση με τα δάνεια που έχουν δοθεί από τις τράπεζες Marfin και Egnatia προς διάφορα φυσικά και/ή νομικά πρόσωπα χωρίς τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις είχε συμφωνηθεί (πάντα στο πλαίσιο της Eurojust) ότι οι ανακρίσεις θα εγίνοντο από τις ελληνικές αρχές και προς τούτο είχαν συμφωνήσει οι κυπριακές αρχές να αποστείλουν μέσω δικαστικής συνδρομής όλα τα στοιχεία και το μαρτυρικό υλικό που είχαν στην κατοχή τους προς υποβοήθηση του ανακριτικού έργου των ελληνικών αρχών, πράγμα που έγινε».
Τα δάνεια που έδινε τότε η Marfin-Egnatia στην Ελλάδα, προέρχονταν από χρήματα της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο, η οποία φορτώθηκε με δισεκατομμύρια ELA, για να φτάσει, τελικώς, στην κατάρρευση. Η Λαϊκή Τράπεζα, που κατείχε πέραν του 95% της Marfin Investments Group (MIG), βρέθηκε να κατέχει λιγότερο από το 7%, όταν η MIG έκανε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, δίνοντας μετοχές που αγοράζονταν με δάνεια με εγγύηση της ίδιες τις μετοχές (MIGοδάνεια). Τα δάνεια δίνονταν από τη Marfin-Egnatia με χρήματα που αντλούσαν από τη Λαϊκή την περίοδο ελέγχου της Τράπεζας από τον Α. Βγενόπουλο. Το ερώτημα, γιατί εκχωρήθηκε η αρμοδιότητα των ανακρίσεων στην Ελλάδα, όταν ο οργανισμός που υπέστη την οικονομική ζημιά ήταν η Λαϊκή Τράπεζα η οποία είχε έδρα την Κύπρο, καθώς επίσης και γιατί στην πράξη ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης δέχθηκε το θέμα αυτό να μην εκδικαστεί από τα αρμόδια κυπριακά δικαστήρια, παρέμεινε αναπάντητο.
Εκείνη η επιστολή του Κώστα Κληρίδη προς τη κα Θάνου περιείχε και άλλα στοιχεία που δημιουργούσαν ανησυχία, αν όχι απογοήτευση, για το τελικό αποτέλεσμα των ερευνών. Ο κ. Κληρίδης σημείωνε πως «… οι δε υποθέσεις των δανείων τούτων, παρά το σημαντικό μαρτυρικό υλικό που έχει δοθεί από τις κυπριακές ανακριτικές αρχές, φέρονται επίσης να έχουν αρχειοθετηθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με αριθμό άλλων υποθέσεων οι οποίες, παρά τα συμφωνηθέντα, και παρά το ότι η διερεύνησή τους βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο στην Κύπρο, λόγω δικαιοδοσίας, παρουσιάζονται να έχουν διερευνηθεί και αρχειοθετηθεί στην Ελλάδα». Δηλαδή, με απλά λόγια, σημειωνόταν πως η Ελλάδα είχε κλείσει τις υποθέσεις που σχετίζονταν με την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας, την ίδια στιγμή που στην Κύπρο συνεχίζονταν οι έρευνες και δίνονταν διαβεβαιώσεις για θετικά αποτελέσματα, τα οποία όπως ελέγετο καθυστερούσαν λόγω πολυπλοκότητας.