MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

Ένα ταξίδι που «μύριζε» πόλεμο για εκατοντάδες προσφυγόπουλα… Η ζωή μετά την εισβολή για έναν 12χρονο σε οικοτροφείο της Ελλάδας (pics)

Advertisement

Sponsored by exness

Η παιδική ψυχή θέλει ανεμελιά και ώθηση για όνειρα. Ο πόλεμος δεν της αρμόζει γιατί εύκολα τη στιγματίζει και δύσκολα ξεπερνάει τον πόνο του. Αν βρεθεί όμως αντιμέτωπη με το θεριό της απανθρωπιάς μοναδικό βάλσαμο η αγκαλιά κι ας είναι και από αγνώστους.

*Της Γεωργίας Μιχαήλ

46 χρόνια πριν πολλές ψυχές Κυπρίων, μεταξύ αυτών χιλιάδες παιδικές, είχαν την κατάρα να «χτυπηθούν» από τον τούρκικο Αττίλα. Μπορεί η στρατιωτική βοήθεια από την Ελλάδα να άργησε να έρθει αλλά… μετά το πέρας του πολέμου οι αγνοί Ελλαδίτες έδειξαν ότι η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά είναι συστατικά που κυλάνε στο αίμα τους. Εκατοντάδες ήταν τα Κύπρια προσφυγόπουλα που έφυγαν από τη φρίκη του πολέμου για να πάνε στη δικιά τους αγκαλιά.

Advertisement

Ένας εξ αυτών ήταν και ο 12χρονος τότε Ανδρέας Κωνσταντίνου, πρόσφυγας από το Δίκωμο που αποχωρίστηκε την οικογένειά του και φιλοξενήθηκε σε οικοτροφείο αλλά… «υιοθετήθηκε» από δεκάδες Έλληνες.

Οι πρώτες μέρες της εισβολής, η διπλή εγκατάλειψη και η απουσία της μητέρας του

«Ήμασταν από τους πρώτους που εγκατέλειψαν το χωριό τους γιατί στο Δίκωμο υπήρχαν στρατόπεδα και οι Τούρκοι βομβάρδιζαν τη γύρω περιοχή. Την πρώτη ημέρα πήγαμε στα βουνά ωστόσο επιστρέψαμε για μία μέρα και μετά αναχωρήσαμε για την Κλήρου». Ήταν τα πρώτα λόγια του κύριου Αντρέα Κωνσταντίνου ο οποίος προσπάθησε να ξανά ζωντανέψει εικόνες από τον πόλεμο αλλά κυρίως από τα όσα βίωσε ως φιλοξενούμενο προσφυγόπουλο στην Αθήνα και να τις μοιραστεί με τη Cyprus Times.

Θυμάται τους πεινασμένους και διχασμένους στρατιώτες που περνούσαν από το χωριό και τους κατοίκους που έτρεχαν να τους περιποιηθούν. Θυμάται όταν είχαν έρθει και τους ζητούσαν να το εκκενώσουν γιατί οι Τούρκοι πλησίαζαν. Ο 12χρονος τότε Αντρέας δεν έζησε τον φόβο γιατί πραγματικά δεν ήξερε τι ήταν αυτό που βίωνε. Δεν είχε γευτεί τον πόλεμο, δε γνώριζε γι’ αυτόν. Αλλά έβλεπε τι εστί φόβος στα μάτια των ενήλικων. Κατάλαβε ότι «μύριζε» αγωνία και θάνατο ωστόσο η εφηβική του η καρδιά δεν του επέτρεπε να λυγίσει.

Μία οικογένεια με έξι παιδιά, ηλικιών από 17 μέχρι 11 χρόνων, στη δίνη του πολέμου ήταν χώρια. Η μητέρα του Αντρέα απουσίαζε στην Αγγλία, όπου βρίσκονταν οι αδερφές της, για λόγους υγείας. Ο 16χρονος αδερφός του θέλησε να καταταχθεί ως εθελοντής στο στρατό και συγκεκριμένα στους καταδρομείς που πολέμησαν στο Πέλλαπαϊς.

«Όταν πήγαμε στην Κλήρου φιλοξενηθήκαμε για κάποιο διάστημα από συγγενείς μας. Μετέπειτα μετακομίσαμε στη Λακατάμια ωστόσο κατά τη διάρκεια της δεύτερης εισβολής δεχθήκαμε ένα δεύτερο «χτύπημα». Το σπίτι μας ήταν δίπλα από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας που βομβαρδίστηκε». Μετά τον βομβαρδισμό η οικογένειά του Αντρέα φεύγει και πάλι για την Κλήρου. Οι δρόμοι γεμάτοι από ουρές αυτοκινήτου. Ο θάνατος παραμόνευε. Τουρκικό αεροσκάφος βομβαρδίζει τα αυτοκίνητα. Νεκροί και τραυματίες. Τα καταφέρνουν και τώρα. Είναι σε αυτούς που επιβιώνουν. Όπως και ο 16χρονος αδερφός του ο οποίος είναι από τους λίγους της μοίρας του που επιβιώνουν.

Επιστρέφει η αγκαλιά της μητέρας αλλά… τα παιδιά της φεύγουν

Όταν ο εφιάλτης του πολέμου καταλαγιάζει η οικογένεια του Αντρέα ξανά σμίγει και πάλι. Περί τα τέλη Αυγούστου η μητέρα του, που δεινοπάθησε παρακολουθώντας από μακριά τον πόλεμο και μη γνωρίζοντας πώς είναι η οικογένειά της, επιστρέφει στην Κύπρο. Παρόλα αυτά η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Οι συνέπειες του πολέμου ήταν το ίδιο τρομακτικές με αυτόν. Έπρεπε να σκεφτούν πώς θα επιβιώσουν με έξι παιδιά στην οικογένεια.

Μία ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας ήρθε να δώσει μία… επίπονη λύση! «Έδινε τη δυνατότητα στις οικογένειες που είχαν παιδιά να τα στείλουν στο εξωτερικό για να συνεχίσουν το σχολείο. Δεν υπήρχαν πλέον αρκετές σχολικές μονάδες λόγω πολέμου και επίσης για να τις αποφορτώσουν κάπως από τα έξοδα».

Το συναίσθημα μπήκε στο περιθώριο και η λογική υπερίσχυσε. «Μας εξήγησε ο πατέρας μου ότι όλο αυτό γινόταν για καλό μας. Θα πηγαίναμε εκεί σχολείο, θα περνούσαμε όμορφες στιγμές. Δεν αντιδράσαμε γιατί έτσι κι αλλιώς δε μπορούσαμε να πούμε και κάτι. Τότε ήταν διαφορετικές οι εποχές, ότι μας έλεγαν κάναμε». Με τα χρόνια να έχουν πλέον περάσει ο κύριος Αντρέας γνωρίζει ότι αυτή η λογική και όπως αποδείχθηκε ορθή απόφαση ήταν του πατέρα του. Όσο κι αν πονούσε ήξερε ότι με αυτό τον τρόπο θα ήταν πιο εφικτό να αποφύγουν δυσμενές μέρες τόσο αυτοί που θα έφευγαν όσο κι αυτοί που θα έμεναν. Γιατί μπορεί ο 12χρονος Αντρέας να ήταν αυτός που θα έφευγε πρώτος αλλά λίγο αργότερα αναγκάστηκαν να αποχαιρετήσουν και τα άλλα δύο παιδιά τους, ηλικίας 16 και 14 χρόνων. Ο ένας έφυγε για να φιλοξενηθεί στη Θεσσαλονίκη και ο άλλος στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.

«Ο παπάς μου σκεφτόταν ότι έπρεπε τουλάχιστον να βρει τρόπο να μας ταΐσει. Ήξερε ότι θα ήμασταν μακριά αλλά θα ήμασταν καλά. Στην Κύπρο ήταν άγνωστο το τι θα γινόταν. Δεν υπήρχε πλέον τίποτα δεδομένο καθώς ίσως μετά την δεύτερη εισβολή να επακολουθούσε κι άλλη. Η μητέρα είναι μητέρα και αποχωρίστηκε τα παιδιά της. Πέρασαν δύσκολα. Επέστρεψε και από την Αγγλία και με τον καημό της εισβολής που δεν ήταν μαζί μας. Έβλεπε τι γινόταν, τον κόσμο που έτρεχε να γλιτώσει, άκουγε ότι είχε νεκρούς και αγνοούμενους. Δεν υπήρχε και καμία επικοινωνία, δεν ήξερε αν ζούσαν ο άντρας της και τα παιδιά της. Τράβηξε πολύ πόνο. Μετά από τόσο άγχος έπαθε άσθμα και τότε δεν ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμο όπως σήμερα. Ήταν εκείνο που τη σκότωσε μόλις στα 67 της χρόνια».

Η μέρα του αποχωρισμού και το πολύωρο ταξίδι

Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη αποχαιρετάει την οικογένειά του. Παίρνει λιγοστά πράγματα και μία επιταγή από τον πατέρα του με τον ποσό των 10 λιρών για να έχει μαζί του στη ξενιτιά.

«Ήρθε εκείνη η μέρα που θα έφευγα. Μπήκαμε στο ταξί μαζί με τη μαμά μου με προορισμό τη Λεμεσό όπου μας βρεθήκαμε με τη νούνα και τον τατά μου και πήγαμε στο λιμάνι. Εκεί είχε ανθρώπους που μας μάζευαν και μας έβαλαν στο πλοίο. Θυμάμαι τη μητέρα και τη θεία μου να κλαίνε. Μου έλεγαν να τους γράφω τα νέα μου και μου έδιναν συμβουλές. Μπήκα σε ένα πλοίο γεμάτο από παιδιά, περίπου 300 στον αριθμό για να κάνω στην ουσία και το πρώτο μου ταξίδι. Ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων».

Οι μνήμες, όπως μας εξομολογήθηκε, θολές. Όπως και τα συναισθήματα. Άγνωστο αν διαγράφηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας ή εάν αποφάσισε ασυνείδητα η μνήμη του να τα «σκεπάσει». Επιχειρώντας να κάνει μία αναδρομή στα όσα βίωσε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού «ξυπνάει» μερικές αναμνήσεις.

«Μπαίνοντας μας είχαν δώσει οδηγίες ότι για παράδειγμα θα ακούμε από τα μεγάφωνα πότε έπρεπε να πάμε για φαγητό, ύπνο και οτιδήποτε άλλο έπρεπε να κάνουμε. Αν και αρχικά ήταν όλο άγνωστα πρόσωπα τριγύρω μου μετέπειτα βρήκα άλλους δύο συγχωριανούς μου, ο ένας συνομήλικος μου και ο άλλος λίγο μεγαλύτερος. Και οι τρεις καταλήξαμε στο ίδιο οικοτροφείο. Κάποιοι το έβλεπαν σαν περιπέτεια αλλά δεν ήταν το ίδιο για όλους. Θυμάμαι ότι υπήρχαν παιδιά που έκλαιγαν και ήθελαν να επιστρέψουν πίσω. Αυτό δε συνέβη μόνο στο πλοίο αλλά και όταν πλέον είχαμε πάει στα οικοτροφεία».

Ένα ταξίδι που «μύριζε» κυρίως πόλεμο και αποχαιρετισμό και κράτησε, όπως θυμάται ο κύριος Ανδρέας, 36 ώρες. «Στην Αθήνα μας ανέμεναν κάμερες τηλεοπτικών σταθμών γιατί εκτός του ότι πρέπει να ήμασταν από τα πρώτα προσφυγόπουλα που φθάναμε, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το πλοίο μας παρενοχλήθηκε από τουρκικά αεροσκάφη. Εμείς τα παιδιά δεν το είχαμε καταλάβει, το μάθαμε όταν φθάσαμε πλέον στην Ελλάδα. Όταν κατεβήκαμε απλά φώναζαν ονόματα και μας έβαζαν σε λεωφορεία. Αρχικά πήγαμε σε ένα οικοτροφείο από το οποίο μετά από 2 με 3 εβδομάδες μας πήραν και μας μετακίνησαν σε άλλο».

Απουσίαζε η οικογένεια αλλά… όχι η οικογενειακή θαλπωρή

Οι εικόνες του πολέμου ή του αποχωρισμού δε μπορούσαν να διαγραφούν αλλά ο 12χρονος Αντρέας στην Ελλάδα κατάφερε να ζήσει αυτά που του στέρησαν στον τόπο του.

«Δε μας έλειψε τίποτα. Ήταν όλα οργανωμένα. Μας πήραν σε καταστήματα και μας έλεγαν ότι για παράδειγμα είχαμε το δικαίωμα να επιλέξουμε δύο παντελόνια, τρεις μπλούζες κτλ., μας αγόρασαν τα σχολικά μας. Θυμάμαι ότι κάθε ένα ή δύο μήνες μας έδιναν και κάποια χρήματα. Στο οικοτροφείο ήμασταν υπό την επίβλεψη κοινωνικών λειτουργών ενώ είχε και μία κυρία που ήταν μόνιμη εκεί, λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία και τη φωνάζαμε γιαγιά».

Κάθε πρωί το λεωφορείο τους έπαιρνε στο σχολείο ενώ όταν επέστρεφαν εκτός από το διάβασμα είχαν την ευκαιρία να αθληθούν αφού είχαν γήπεδα, πινγκ πονγκ, έκαναν διάφορες δραστηριότητες όπως χορό. Ο νεαρός Αντρέας όπως και κάποια άλλα παιδιά γράφτηκαν μάλιστα στο προσκοπικό που υπήρχε στην περιοχή και έγιναν μέλη μίας νέας «οικογένειας». «Μας προμήθευσαν με στολές, πηγαίναμε εκδρομές μαζί τους ακόμα κι όταν πήγαιναν οικογενειακώς. Τα Χριστούγεννα τα περάσαμε μαζί με τις οικογένειες αυτών των ανθρώπων ενώ στο οικοτροφείο μας επισκέφθηκε ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έκανε ειδικά παράσταση για τα παιδιά της Κύπρου και μας μοίρασε δώρα».

Η ζεστή φιλοξενία χαράχθηκε για πάντα στη ψυχή του. «Μας πήγαιναν εκδρομές, το Πάσχα φιλοξενηθήκαμε σε οικοτροφείο στον Βόλο για περίπου πέντε ημέρες. Είχαμε άτομα από τη γειτονιά, το σχολείο και το προσκοπικό που έρχονταν να μας δουν. Θυμάμαι έναν ζαχαροπλάστη που κάθε Κυριακή ερχόταν και μας έφερνε γλυκά. Όπου πηγαίναμε έλεγαν τα Κυπριόπουλα, τα προσφυγόπουλα και μας είχαν σαν δικά τους παιδιά. Όταν πήγαμε εκδρομή στην Παιανία για να δούμε τις σπηλιές με τους σταλαγμίτες και τους σταλακτίτες μετά μας χώρισαν σε ομάδες και πήγαμε σε σπίτια όπου μας τραπέζωσαν και μας έδωσαν μάλιστα και διάφορα πράγματα για να πάρουμε μαζί μας. Μιλάμε για ανθρώπους που έδιναν από το υστέρημα τους όχι από το περίσσευμα τους».

Για μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει

Αν και περνούσε ξέγνοιαστα δεν έπαυε να του λείπει όπως και σε κάθε παιδί η οικογένεια του. Η επικοινωνία με τους γονείς του ήταν μέσω αλληλογραφίας. Ένα γράμμα το μήνα και εάν. «Όταν μου έγραφαν απέφευγαν να μου πουν δυσάρεστα νέα. Για παράδειγμα είχε πεθάνει η γιαγιά μου αλλά εγώ το έμαθα όταν επέστρεψα. Μου είχαν πει όμως ότι τα δύο από τα αδέρφια μου είχαν φύγει κι αυτά κι ότι είχαν μετακομίσει στον Άγιο Ιωάννη στη Λεμεσό».

Αντάλλαζαν τα νέα τους αλλά ο μικρός άντεχε στη ξενιτιά. Ήρθε όμως η στιγμή που λύγισε. «Υπήρξε μία στιγμή που ήθελα να επιστρέψω, όχι γιατί δεν περνούσα καλά αλλά γιατί μου είχε συμβεί κάτι με την υγεία μου. Ήταν όμως προς το τέλος της σχολικής χρονιάς που έτσι κι αλλιώς θα επιστρέφαμε. Όταν ωστόσο τα υπόλοιπα αναχώρησαν για την Κύπρο εγώ έμεινα στο οικοτροφείο μόνος. Αντιμετώπισα ένα πρόβλημα υγείας και έπρεπε να με παρακολουθούν γιατροί».

Όταν ξεπέρασε το πρόβλημα υγείας του επέστρεψε πίσω στην οικογένεια του. Ένιωσε για λίγο και πάλι άγνωστος μεταξύ αγνώστων αφού από το Δίκωμο και την Κλήρου, βρέθηκε στη Λεμεσό.

Παρόλα αυτά νιώθει ευγνώμον. Γιατί κατάφερε να μη ζήσει τις συνέπειες του πολέμου όπως άλλα προσφυγόπουλα της ηλικίας του. Η απόφαση των γονιών του αλλά και τα όσα καταπραϋντικά για τη ψυχή του βίωσε στην Ελλάδα ήταν ένα κομμάτι λύτρωσης στα όσα άνανδρα έπραξε η Τουρκία στο νησί μας.

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network