MC MEDIA NETWORK

#mood

Όλες οι Ειδήσεις

Advertisement

53 χρόνια ράφταινα μύησε τον άντρα της στην σκαρπαρική… Δύο τέχνες προς εξαφάνιση σε ένα μικρό γωνιακό μαγαζάκι (pics)

Advertisement

Sponsored by exness

«Στην προσφυγιά κατάφερα να φέρω μαζί μου όλη μου την περιουσία. Ένα βελόνι και μία δακτυλίστρα. Κι ας μην τα έφερα ποτέ μαζί μου. Τα κουβαλούσα μέσα μου όπου κι αν πήγαινα. Με αυτό τον τρόπο, με πολύ κόπο δουλειάς και πάρα πολύ πίστη στον Θεό μπορέσαμε και μπορούμε να επιβιώνουμε μέχρι και σήμερα αξιοπρεπώς».

Της Γεωργίας Μιχαήλ

Μία ζωή δουλειά… Σε ένα επάγγελμα που πλέον «σβήνει» αλλά της ίδιας της γεμίζει τη ψυχή. Σε ένα μικρό μαγαζάκι στην Επισκοπή από τη μία η κυρία Αναστασία να ράβει και να επιδιορθώνει στη ραπτομηχανή της και από την άλλη ο σύζυγός της Αθανάσιος Παπαθανασίου να ασκεί ένα άλλο υπό εξαφάνιση επάγγελμα, αυτό του σκαρπάρη, στο οποίο τον μύησε η ίδια.

Advertisement

Ράφταινα από 12 ετών

Σε μία εποχή που ο κόσμος έραβε και διόρθωνε από μόνος του τα ρούχα του, το να γνωρίζει ένα κορίτσι ή μία γυναίκα να ράβει θεωρείτο μεγάλο προσόν. Έτσι οι γονείς της 12χρονης τότε Αναστασίας αποφάσισαν να τη σταματήσουν από το σχολείο για να πάει να μάθει την τέχνη της ραπτικής.

«Ήταν το 1969, μόλις τελείωσα το Δημοτικό σχολείο. Τότε υπήρχε η αντίληψη ότι το κορίτσι θα ήταν καλό να μάθει να ράβει έστω και για την οικογένεια του. Με έστειλαν σε μία ράφταινα στη Λευκωσία. Πρόσφυγας από τη Σμύρνη αυτή, μεγάλη σε ηλικία αλλά αγαπούσε πραγματικά αυτό που έκανε αλλά και εμάς. Εκεί μαθαίναμε τη χειροποίητη ραπτική. Δουλεύαμε απευθείας στο ύφασμα. Γίνονταν δύο με τρεις πρόβες εφαρμογή στο σώμα. Έπρεπε να μάθουμε τι χρειαζόταν για τον κάθε σωματότυπο αλλά και για το κάθε ύφασμα. Τότε υπήρχε το μετάξι, το βαμβακερό, το λινό, το μάλλινο. Ήταν πραγματικά υφάσματα. Μαθαίναμε πώς να δουλεύουμε το κάθε ύφασμα. Κάποια, για παράδειγμα, έπρεπε να τα βάλουμε πρώτα μέσα σε νερό για να μαζέψουν και μετά να αρχίσουμε να τα ράβουμε ή αν δούλευες σε μετάξι ήθελε ιδιαίτερη προσοχή. Όλη η δουλειά έπρεπε να γίνει πρώτα με το βελόνι, να γίνει η πρόβα του και μετά να μπει στη μηχανή για να τελειώσει. Είχε πολύ λεπτομέρεια. Ειδικά τις γιορτές είχαμε πολύ δουλειά και καμιά φορά μας έστρωνε και μέναμε εκεί».

Ήταν ένα ολόκληρο σχολείο που διήρκησε δυόμιση χρόνια. Ωστόσο πριν ακόμη τελειώσει, η μικρή Αναστασία, που όπως διαπίστωσε στην πορεία είχε κλίση προς τον τομέα αυτό, άρχισε να ράβει τόσο τα ρούχα τα δικά της όσο και αυτά της μαμάς της αλλά και της κατά έντεκα χρόνια μικρότερης αδερφής της. «Την αδερφή μου την είχα σαν την κούκλα μου και της έραβα φορεματάκια. Ήταν κάτι το πολύ δημιουργικό».

Αναπολώντας εκείνη την εποχή και θυμούμενη την πρώτη φορά που ολοκλήρωσε ένα δημιούργημα της, το πρόσωπο της κυρίας Αναστασίας έλαμψε λες και το ξαναζούσε. «Δε μπορώ πραγματικά να σου περιγράψω πώς ένιωσα αλλά αισθάνθηκα μεγάλη χαρά. Μάλιστα θυμάμαι όταν πήγαμε με τη μαστόρισσα μας σε κάτι καταστήματα κοντά στην αγορά του Αγίου Αντωνίου, που πωλούσαν υφάσματα και τα ονομάζαμε Οκατζήδες γιατί πωλούσαν κομμάτια με την οκά, και είδα τόσα πολλά κομμάτια υφασμάτων μαζεμένα σε ένα τραπέζι ενθουσιάστηκα πάρα πολύ. Μ’ άρεσαν πολύ τα χρώματα, τα floral ή όπως τα λέγαμε τότε λουλουδάτα. Αγόρασα πάρα πολλά. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν αυτό είναι για να ράψω στη μαμά μου, αυτό στην αδερφή μου, αυτά για μένα. Έραψα κοστουμάκια, φορέματα, μπλουζάκια, φαρδιά παντελόνια. Ήταν η εποχή των παιδιών των λουλουδιών».

Λίγο πριν τα 15 η πρώτη της δουλειά και μετά… όλα από το μηδέν

Αφού τελείωσε την εξάσκηση της οι γονείς της αγόρασαν ραπτική μηχανή και μέχρι να ξεκινήσει να εργάζεται έραβε για την οικογένειά της.

«Καθόμουνα για ώρες μπροστά από τη μηχανή και έραβα. Ήμουν μικρή και πριν κλείσει κανείς τα 15 του χρόνια δεν μπορούσε να δουλέψει σε εργοστάσια. Είχε όμως ένα εργοστάσιο στο χωριό μου που έραβε γυναικεία ρούχα και έκανε εξαγωγές, πήγα κοντά τους για περίπου δύο μήνες. Λίγο πριν κλείσω τα 15 με προσέλαβαν υπό δοκιμασία σε ένα εργοστάσιο στη Λευκωσία. Παράλληλα όμως έραβα και σε κοπέλες που είχα γνωρίσει. Τελείωνα τη δουλειά στο εργοστάσιο, όπου είχα αναλάβει συγκεκριμένο πόστο, και συνέχιζα στο σπίτι μου με το πιο παραγωγικό κομμάτι της ραπτικής. Δεν ήταν κάτι που με κούραζε εν αντιθέσει με γέμιζε».

Εκεί που είχε ξεκινήσει να κάνει το δικό της πελατολόγιο, ήρθε η προσφυγιά. «Στη δεύτερη φάση της εισβολής μας είπαν να φύγουμε από τα σπίτια μας γιατί ήταν κοντά το αεροδρόμιο και γίνονταν αερομαχίες. Φύγαμε άρον- άρον με το ότι πιο πρόχειρο ένδυμα και υπόδημα είχαμε για να μη χαλάσουμε τα καλά μας. Πιστεύοντας πάντα ότι μέχρι και το βράδυ θα επιστρέφαμε. Αλλά ήρθε τελικά η προσφυγιά και έμειναν όλα εκεί».

Αφήνοντας τα χρωματιστά ρούχα που είχε φτιάξει κλειδωμένα στα ερμάρια, μαζί με την οικογένειά της βρέθηκε στη Λεμεσό, εκεί όπου υπήρχαν συγγενείς τους. Δεν άργησε όμως να ξανακαθίσει πίσω από ραπτομηχανή καθώς τον Οκτώβριο του 1974 ξεκίνησε και πάλι δουλειά. «Το αφεντικό που είχα στη Λευκωσία έβαλε αγγελία, με την οποία ανακοίνωνε σε όσες προσφυγοπούλες ενδιαφέρονταν να δουλέψουν ως ράφταινες ότι θα άνοιγε εργαστήριο στη Λεμεσό. Κι όντως άνοιξε στον Πεντάδρομο σε ένα παλιό κτίριο. Είχε στεγάσει και την αυλή και τη γέμισε με μηχανές και δουλεύαμε. Οι πρώτες μας δημιουργίες ήταν στρατιωτικά ρούχα. Δούλεψα κοντά τους μέχρι το 1983 και παράλληλα έραβα και στο σπίτι».

«Το πρωί φρόντιζα τα παιδιά και το σπίτι κι όλο το βράδυ έραβα»

Στα 20 της χρόνια η Αναστασία νυμφεύεται και ένα χρόνο αργότερα αποκτά το πρώτο της παιδί. Όταν όμως ήρθε το δεύτερο από τα τρία της οικογένειας, αναγκάστηκε να σταματήσει τη δουλειά για να φροντίζει τα παιδιά της. Τη ραπτική όμως δεν την εγκατέλειψε.

«Όλη μέρα φρόντιζα τα παιδιά και το σπίτι και όλο το βράδυ έραβα. Όταν είσαι μάλιστα και τελειομανής είναι ακόμη πιο δύσκολο. Ήταν όμως και θέμα επιβίωσης. Θες πολλά χρόνια για να δημιουργηθείς μετά από την προσφυγιά. Φαντάζεσαι πόσες ώρες έπρεπε να δουλέψουμε».

Από ράφταινα… σκαρπάρενα

Ανακαλώντας στη μνήμη της τα όσα βίωσε, χαμογελώντας γλυκόπικρα, αναφέρει ότι όσες φορές επιχείρησε να εργαστεί σε άλλο τομέα ήταν αδύνατο. Ωστόσο κάποια στιγμή, γύρω στο 2005, ανακάλυψε ότι η τέχνη της ράφταινας δεν ήταν στη μόνη που μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα.

«Όταν αποφάσισα να αφήσω τη ραπτική και να ασχοληθώ με τις επιδιορθώσεις παπουτσιών, προέκυψε μέσα από το ότι ο άντρας μου είχε κατάστημα με υποδήματα και πήγαινα για να τον βοηθήσω. Ο κόσμος τότε δεν έραβε όπως πριν, είχαμε και τα τρία μας παιδιά να σπουδάζουν άρα έπρεπε να βρω εναλλακτική λύση. Να σκεφτείς όμως ότι δε γνώριζα καν τι είναι η γόμα για τα παπούτσια. Επειδή όμως ο άντρας μου είχε διασυνδέσεις με ανθρώπους που έφτιαχναν παπούτσια σε εργοστάσια ζήτησα τη βοήθεια τους και με όλη τους την προθυμία αλλά και με το θαυμασμό ότι μία γυναίκα ήθελε να μάθε την τέχνη του σκαρπάρη μου έμαθαν αρκετά πράγματα».

Ωστόσο η ίδια έλαβε και γνώσεις από σκαρπάρη στο εξωτερικό. «Όταν σπούδαζε ο γιος μου στην Πάτρα πήγα να τον δω και σε κάποια βόλτα που έκανα βρέθηκα έξω από ένα σκαρπάρικο. Ήταν τότε που είχα αρχίσει να μαθαίνω και ήθελα να δω πώς δουλεύουν. Στάθηκα έξω από την πόρτα και έβλεπα. Είχα μάθει να φωτογραφίζω με το μάτι τα όσα έβλεπα και τα αποτύπωνα στο μυαλό μου. Στην πολύ ώρα που πέρασε, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού με ρώτησε τι ήθελα. Όταν του εξήγησα, συγκινήθηκε και μου πρότεινε να πάω εκεί μαζί τους για να μάθω. Έτσι μία εβδομάδα που ήμουνα εκεί, πήγαινα καθημερινά και έμαθα τα πάντα. Ήταν τόσο καλός ο άνθρωπος που μου με βοήθησε δίδοντας μου κατευθυντήριες γραμμές από πού να παίρνω υλικά στην Αθήνα. Δούλεψα τη σκαρπαρική εφτά χρόνια αλλά παράλληλα έραβα και διάφορα πράγματα. Είχα την ευκαιρία να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη δουλειά γιατί και τα παιδιά μου σπούδαζαν».

Το είδε σαν μία τέχνη. Έπρεπε και πάλι να συναρμολογήσει τα κομμάτια για να φτιάξει ή να επιδιορθώσει κάτι. Ότι δηλαδή έκανε και στη ραπτική. Κι όταν χρειάστηκε, τη γνώση της τη μεταλαμπάδευσε στον σύζυγό της.

Ξεκίνησε πλανοδιοπωλητής αλλά… οι ανάγκες τον έκαναν στα 58 του σκαρπάρη

Για 30 χρόνια ο κύριος Αθανάσιος Παπαθανασίου από την Τύμπου ήταν πωλητής υποδημάτων. Στα 58 του χρόνια αναγκάστηκε να γίνει σκαρπάρης με την καθοδήγηση της συζύγου του. «Τέλειωσα το Οικονομικό Λύκειο Λευκωσίας και το 1972 πήγα στρατό. Μετά από τρία χρόνια όταν απολύθηκα μετά το τέλος του πολέμου, ήρθα στη Λεμεσό όπου μετεγκαταστάθηκαν οι γονείς μου. Για οκτώ χρόνια δούλεψα σε μία εταιρεία ως χειριστής μηχανής εκτύπωσης. Ωστόσο ένας θείος μου ήταν πλανοδιοπωλητής στη Ξυλοφάγου και δούλεψα για λίγο μαζί του. Για δύο χρόνια δούλευα στην εταιρεία και παράλληλα ως πωλητής. Ξεκίνησα τον Οκτώβριο του 1984 σαν πλανόδιος πωλητής παπουτσιών και ο πρώτος μου σταθμός ήταν η Επισκοπή. Γύριζα τα χωριά και πωλούσα παπούτσια. Στις αρχές είχα πολύ δουλειά. Για 30 χρόνια ήμουν πωλητής. Όταν όμως άνοιξαν τα μεγάλα καταστήματα και έφερναν παπούτσια από Κίνα πιο φθηνά ‘χτυπήθηκε’ η δουλειά μας», θυμάται ο κύριος Αθανάσιος.

Στο μαγαζί όπου βρίσκονται σήμερα παλαιότερα υπήρχε ένας επαγγελματίας σκαρπάρης ο οποίος αφού μεγάλωσε είχε ζητήσει από τον κύριο Αθανάσιο να αναλάβει εκείνος να συνεχίσει τη δουλειά του. Αφού λοιπόν είχε ήδη ξεκινήσει η κυρία Αναστασία, το 2012 έμαθε κι αυτός να επιδιορθώνει παπούτσια. «Έμαθα εύκολα επειδή συνεργαζόμουν με εργοστασιάρχες υποδημάτων και έβλεπα πώς γίνονταν. Στην αρχή πήρα τη μηχανή του κυρίου Κώστα αλλά στην πορεία αγόρασα πιο σύγχρονα μηχανήματα. Εγώ συνέχισα τη σκαρπαρική και η Αναστασία επέστρεψε αποκλειστικά στη ραπτική».

«Όταν αγαπάς την τέχνη, δε γίνεσαι πλούσιος αλλά… αποκτάς σπάνιες αρετές»

Δύο υπό εξαφάνιση επαγγέλματα κρυμμένα σε ένα γωνιακό μαγαζί σε ένα δρόμο που πολλά αυτοκίνητα περνάνε αλλά αν δε γνωρίζεις δε σταματάς. Παρόλα αυτά ο κόσμος της περιοχής τους γνωρίζει λόγω της μαεστρίας τους.

Με πολύ ταπεινότητα αλλά λόγω της εμπειρίας που έχει η κυρία Αναστασία λέει ότι στα τόσα χρόνια έμαθε ότι πολλές φορές τη δουλειά τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος με τον χαρακτήρα του.

«Είναι η εμπιστοσύνη που θα σου δείξει ο άλλος, είναι το πόσο ανθρώπινος είσαι, είναι πολλά πράγματα μαζί. Η δουλειά δημιουργείται, δεν έρχεται απλά έτσι από τύχη. Κάπως έτσι το βίωσα εγώ. Πολλές φορές παλαιότερα είχαν τον καημό ότι δε μου επέτρεψαν να τελειώσω το σχολείο και διερωτώμουν τι θα γινόταν αν τελικά συνέχιζα. Αλλά ευτυχώς, μετά που πέρασαν τα χρόνια αντιλήφθηκα ότι ήταν σωστή η επιλογή της μητέρας μου. Είχα ταλέντο προς τη ραπτική το οποίο αν δεν πήγαινα τότε δε θα το ήξερα. Πολύ σπουδαίο το συναίσθημα του να δημιουργείς. Ωστόσο αν και χανόμουν μέσα στην τέχνη όταν δημιουργούσα, νιώθω ότι χρειάζεται πάντα να έχει κάποιος τη μόρφωση που πιθανόν να τον βοηθήσει περαιτέρω».

Ο χρόνος που δίνει για να φτιάξει ή να επιδιορθώσει κάτι, επί τω πλείστων περισσότερος από την αμοιβή της. «Το χειροποίητο είναι δημιουργικό αλλά χρονοβόρο και πλέον οικονομικά ασύμφορο για εκείνο που το φτιάχνει. Η αλήθεια είναι πως όταν ασχολείσαι και αγαπάς την τέχνη πρέπει να ξέρεις πως δύσκολα, μέχρι και ποτέ, θα γίνεις πλούσιος από αυτή. Δεν κερδίζεις χρήματα αλλά συναισθηματικά αποκτάς αρετές. Σπάνιες και σπουδαίες αρετές όπως η υπομονή, η αγάπη. Διαμορφώνεται αλλιώτικα ο χαρακτήρας σου».

Όση ώρα μιλούσαμε η κυρία Αναστασία δεν εγκατέλειψε τη ραπτομηχανή της και όπως η ίδια εξομολογήθηκε ακόμη και να φτάσει μέχρι και τα 90 χρόνια θα ήθελε να μπορεί να ράβει και να δημιουργεί έστω και λίγο. Συνοδοιπόρος της σε αυτό το ταξίδι, άλλωστε όπως μέχρι και σήμερα, υποσχέθηκε να είναι ο σύζυγός της, ο κύριος Αθανάσιος. Και οι δύο τους το ίδιο ρομαντικοί αρνούνται να εγκαταλείψουν την ποιότητα για χάρη του εφήμερου και του φθηνού. Θα είναι εκεί έστω και για τα μπαλώματα, φθάνει να νιώθουν ότι δημιουργούν και επιβιώνουν με το κεφάλι ψηλά.

Ακολουθήστε την Cyprus Times στο Google news και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις Ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο στη Cyprus Times

Advertisement

Trending

Advertisement

Ροή Ειδήσεων

Advertisement
Advertisement
Advertisement

Διαβάστε Επίσης

Advertisement
Advertisement

Best of Network